συνέντευξη στην Βικτωρία Ιωσηφίδου
8 Μαρτίου 2017
Ο ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος, μας μιλά για τη βαθιά του αγάπη στην ελληνική γλώσσα και παράδοση, για την τελευταία του δουλειά, τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» και μας εξομολογείται την κρυφή του επιθυμία να ζήσει κάποια στιγμή μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Ο Θανάσης Σαράντος ερμηνεύει τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» στο θέατρο Αυλαία, από Τετάρτη ως Παρασκευή 8-10 Μαρτίου στις 21:00.
Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη κύριε Σαράντο;
O λόγος του Μακρυγιάννη ήταν και είναι για μένα ένας πολύ γοητευτικός λόγος, και θεωρώ ότι αποτελεί ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για έναν καλλιτέχνη να ασχοληθεί με το κείμενο αυτό. Όπως είπε κάποτε και ο Σεφέρης: «O Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.» Έτσι και εγώ, μετά τον «Αμερικάνο» και το «Όνειρο στο κύμα», μετά το λόγο του Παπαδιαμάντη, το θεώρησα ως φυσική συνέχεια να ασχοληθώ και με το Μακρυγιάννη.
Πιστεύετε ότι η τέχνη οφείλει να υπηρετεί την κοινωνία;
Η τέχνη είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Φυσικά και θα πρέπει. Δεν ξέρω βέβαια με ποιαν έννοια το εννοείτε, να κάνει κριτική στα κακώς κείμενα, να αφυπνίζει συνειδήσεις, να νοηματοδοτεί τα τεκταινόμενα στην κοινωνία…. Φυσικά, ένας ρόλος της τέχνης είναι και αυτός. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για ασχοληθεί κάποιος καλλιτέχνης με ένα έργο, είναι το να το ζητάει η ίδια του η συνείδηση, δηλαδή να πρόκειται για κάποιο έργο που να τον κάνει να αισθάνεται καλά. Ο Κουν είπε κάποτε: «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας και όχι μόνο για τους άλλους». Αν κάνεις θέατρο για την ψυχή σου, θα κάνεις και για τους άλλους. Αν κάνεις για τον τόπο σου, θα κάνεις και για όλο τον κόσμο.
Πώς λοιπόν επιλέγετε εσείς τα έργα που ανεβάζετε; Ποια είναι τα έργα που μιλάνε στην ψυχή σας;
Τα τελευταία χρόνια καταπιάνομαι συνεχώς με έργα ελληνικά, γιατί με αφορά η γλώσσα μου, η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου, μια γλώσσα που υφίσταται εδώ και δέκα χιλιάδες χρόνια, αστείρευτη, βαθύ πηγάδι της ψυχής, και ειδικά συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μακρυγιάννης, ο Βιζυηνός. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ότι αυτό δεν είναι καθαρό θέατρο, εφόσον πρόκειται για λογοτεχνικά κείμενα. Όμως, υπάρχει τέτοια ρίζα θεάτρου μέσα στα κείμενα αυτά, τέτοιοι διάλογοι, εκφράζονται τόσο δυνατές καταστάσεις, που εγώ τα βρίσκω αμιγώς θεατρικά. Σημαντική είναι βεβαίως και η ματιά του καθενός, πώς θα τα δει για να υπάρξουν στη σκηνή, πώς θα τα φανταστεί, ώστε να παρασταθούν θεατρικά. Θεωρώ ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει αυτά τα κείμενα, γιατί μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας, είναι αυθεντικά, το βλέπουμε και από το ενδιαφέρον που υπάρχει, ειδικά εδώ στη Θεσσαλονίκη. Ένας λόγος που έρχομαι πάντoτε εδώ είναι και αυτός, το κοινό της, οι άνθρωποί της, γιατί εδώ δεν συναντώ την τεράστια αλλοτρίωση και τη μιζέρια που χαρακτηρίζει δυστυχώς την Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη μια ζωντανή πόλη, βοηθάει και η τοποθεσία της, η θάλασσα, αλλά κυρίως οι άνθρωποι και αυτό το μονοπάτι πολιτισμών και διαφορετικών ταυτοτήτων που υπήρχε πάντοτε εδώ, αυτή η πολυπολιτισμικότητα, που την χαρακτήριζε πάντα. Γι’ αυτό και νιώθω τόσο καλά με αυτό το κοινό! Νιώθω τόσο καλά εδώ, που κοντεύει σχεδόν η Θεσσαλονίκη να γίνει το σπίτι μου, μακάρι να γίνει δηλαδή κάποια στιγμή, το ελπίζω. Έχω την αίσθηση, ότι όλα αυτά τα κείμενα, τα αυθεντικά ελληνικά, όχι μόνο μέσα από δικές μου δουλειές, αλλά και από άλλες παραστάσεις που έρχονται κατά καιρούς στη συμπρωτεύουσα, όπως η «Αναφορά στο Γκρέκο», που παιζόταν πρόσφατα στο θέατρο Αυλαία, έχουν ιδιαίτερη απήχηση στον κόσμο της. Ειδικά σε αυτή την δύσκολη περίσταση την οποία διέρχεται η χώρα, με την ελληνική κοινωνία να διαλύεται, ο κόσμος έχει ανάγκη να ακουμπήσει στις ρίζες του, και αυτά τα κείμενα έχουν βαθιά ρίζα και δεν είναι πατριωτικά, είναι κάτι πολύ σημαντικότερο.
Τα κείμενα αυτά, τα ελληνικά, είναι ακόμη μια μορφή αντίστασης, στους καιρούς που ζούμε, σε αυτή την οικονομική κατάπτωση, που έγινε και ηθική κατάπτωση. Η ενασχόληση με τα έργα αυτά ήταν για μένα ένας τρόπος να αναζητήσω μια λύτρωση για τον απλό Έλληνα θεατή, ώστε να αισθανθεί ξανά υπερήφανος για τη γλώσσα του, ώστε η αγωνιστικότητα που απορρέει από το κείμενο του Μακρυγιάννη να τον ενθαρρύνει και να του εμπνεύσει μια ηθική ανάταση, και να μπορεί ξανά να συλλογίζεται, να νιώθει και να σκέφτεται αισιόδοξα.
Από τις σπουδές σας, τις εμπειρίες σας, τους ανθρώπους που συναντήσατε, τι είναι αυτό που σας έχει επηρεάσει περισσότερο καλλιτεχνικά;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα πράγμα, παίρνεις στοιχεία από οτιδήποτε, ο καλλιτέχνης δε γίνεται ό,τι είναι μόνο από μια σχολή, ο καλλιτέχνης συνεχίζει να επηρεάζεται από χίλια δυο ερεθίσματα. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα παραδοσιακό καφενεδάκι, στην όμορφη αυτή αγορά της Θεσσαλονίκης, το Μοδιάνο, που ελπίζω να μην απαλλοτριωθεί, να μην κλείσει, να μην γίνει ένα εμπορικό κέντρο, ώστε να διατηρηθεί, εδώ, αυτό το στοιχείο της παράδοσης. Ακόμη και αυτό που βλέπω τώρα μπροστά μου, είναι ένα ερέθισμα για μένα. Ένας ηθοποιός ή ένας σκηνοθέτης ή και οποιοσδήποτε καλλιτέχνης θα πρέπει να ενημερώνεται πάντα για τα τεκταινόμενα στην τέχνη, να πηγαίνει σε εκθέσεις, να διαβάζει πάρα πολύ και φυσικά, δεν είναι μόνο η σχολή που θα τον κάνει καλλιτέχνη. Βέβαια, για να σας πω κάτι πιο συγκεκριμένο, μέσα από το Θέατρο Τέχνης προσπάθησα να πάρω και να διατηρήσω την παράδοση που υπήρχε από τον Κάρολο Κουν, στο θέατρο συνόλου, στην ουσία του λόγου. Σημαντικά ερεθίσματα δέχθηκα ακόμη και αργότερα, όταν δούλεψα με τον Μπομπ Γουίλσον στην Αμερική, σε μια παράσταση, τον «Προμηθέα», όπου διδάχθηκα πώς η εικόνα και το φως συμπληρώνουν το λόγο. Και οι σπουδές μου στον κινηματογράφο με δίδαξαν πολλά, πως η τέχνη αυτή δεν είναι απλά οπτικοποίηση του λόγου, αλλά πως θα πρέπει ο κάθε σκηνοθέτης ή ο ηθοποιός να βρει τον δικό του τρόπο για να πει μια ιστορία, είμαστε λοιπόν παραμυθάδες, και αυτό το παραμύθι το παίρνει ο καθένας για να το αξιοποιήσει όπως θέλει.
Τα τελευταία χρόνια η επιλογή σας είναι να δουλεύετε σε -κατά μια έννοια- προσωπικές δουλειές, δηλαδή μόνος σας πάνω στη σκηνή, αναλαμβάνοντας και το ρόλο του σκηνοθέτη, αυτό πώς προέκυψε;
Κατ’ αρχάς, το ότι είσαι μόνος πάνω στη σκηνή, αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχεις ανάγκη από μια ολόκληρη ομάδα γύρω σου να σε στηρίξει, υπάρχουν μουσικοί, όπως και τεχνικοί. Η ολιγομελής ομάδα βέβαια δεν μπορώ να πω ότι είναι απόλυτα επιλογή μου, είναι μια επιλογή που γίνεται και για οικονομικούς λόγους. Ξεκίνησα τη σκηνοθετική μου πορεία από τη Θεσσαλονίκη και πολυπληθείς παραστάσεις, συγκεκριμένα από τον Καλιγούλα του Αλμπέρ Καμύ, όπου έπαιζαν δώδεκα ηθοποιοί. Στην πορεία όμως, η ομάδα μου, η «Ηθικόν Ακμαιότατον», δεν έβρισκε ποτέ καμία απολύτως υποστήριξη από το κράτος, αλλά ούτε και από άλλους φορείς. Όπου πηγαίναμε νιώθαμε καταδιωκόμενοι. Επομένως εγώ, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Έτσι, ξεκίνησε σε πειραματική βάση ο «Αμερικάνος» του Παπαδιαμάντη, ως θεατρικό αναλόγιο, τα Χριστούγεννα του 2009, παράσταση που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και είχε τέτοια επιτυχία, ώστε να παίζεται για επτά ολόκληρα χρόνια. Οι μονόλογοι δεν ήταν λοιπόν αρχική επιλογή μου, αλλά σε καλό μου βγήκαν, καθώς είχαν την απόλυτη ανταπόκριση του κοινού. Γιατί, έναν καλλιτέχνη δεν τον αφορά μόνο το πώς στέκεται στη σκηνή, ζητούμενό του είναι πάντα να αποκτήσει το κοινό του, το κοινό το οποίο θα τον στηρίξει και σε επόμενες δουλειές, και από ότι φαίνεται ειδικά στην περιφέρεια , μακριά από την υδροκέφαλη Αθήνα αυτό το έχουμε απόλυτα πετύχει.
Για να ξαναγυρίσουμε στην παράσταση, πώς επιλέξατε τα αποσπάσματα που χρησιμοποιείτε; Συναντήσατε κάποιες δυσκολίες στην απόδοσή τους;
Η επιλογή των αποσπασμάτων για αυτή τη θεατρική μεταφορά, έγινε μέσα από τον ποταμό των 450 σελίδων του βιβλίου, σε μία προσπάθεια να δώσω συνοπτικά τη ματιά του Μακρυγιάννη, για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα από την επανάσταση και μετά, βάζοντας ταυτόχρονα τα γεγονότα σε μια χρονολογική σειρά, η οποία δεν υπάρχει στο αρχικό κείμενο. Δεν εστιάζω βέβαια στις μάχες, αλλά στην μεταεπαναστατική Ελλάδα, όταν ο Μακρυγιάννης διαπιστώνει με πίκρα, ότι η πατρίδα του, αν και απελευθερώθηκε από τους Τούρκους, εξακολουθεί να είναι δέσμια, αυτή τη φορά στους ξένους, στους Βαυαρούς, κι αργότερα σε διεφθαρμένους πολιτικούς, που θυμίζουν δυστυχώς και τη δική μας εποχή, και καυτηριάζει όλα τα κακώς κείμενα.
Όσον αφορά την απόδοση του κειμένου, μπορώ να πω ότι το κείμενο του Μακρυγιάννη είναι πιο απλό από αυτό του Παπαδιαμάντη. Είναι πιο λαϊκός ο λόγος. Υπάρχουν βέβαια κάποιες αρβανίτικες λέξεις, αλλά γενικά είναι πιο εύκολο.
Μετά από τον Αμερικάνο και το όνειρο στο κύμα, κείμενα που πλημμυρίζουν από συναίσθημα πώς σας φαίνεται η μεταπήδηση σε ένα πιο ορθολογιστικό κείμενο όπως αυτό του Μακρυγιάννη;
Δεν έχετε δίκιο να λέτε πως το κείμενο του Μακρυγιάννη δεν έχει συναίσθημα. Ακόμη και η γη που πατάμε έχει συναίσθημα. Είναι απορίας άξιο, πώς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απαξιώθηκε τόσο η πατρίδα, μέχρι του σημείου του να θεωρείται εθνικιστικό να μιλάει κανείς για την πατρίδα του, πώς έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο, ώστε η δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας να κινδυνεύει να μας αποξενώσει από τον τόπο, τη γλώσσα, την παράδοση, από τα έθιμα, τη μουσική και από την τέχνη της πατρίδας μας. Αλλά ξέρετε τι λέει μια παροιμία;;; Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες!
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια κ. Σαράντο;
Αφήστε τα μελλοντικά, ας ολοκληρώσουμε πρώτα τα τωρινά και θα τα βρούμε αργότερα τα μελλοντικά!
Πηγή: https://thesstheater.gr/author/vasia/
8 Μαρτίου 2017
Ο ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος, μας μιλά για τη βαθιά του αγάπη στην ελληνική γλώσσα και παράδοση, για την τελευταία του δουλειά, τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» και μας εξομολογείται την κρυφή του επιθυμία να ζήσει κάποια στιγμή μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Ο Θανάσης Σαράντος ερμηνεύει τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» στο θέατρο Αυλαία, από Τετάρτη ως Παρασκευή 8-10 Μαρτίου στις 21:00.
Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη κύριε Σαράντο;
O λόγος του Μακρυγιάννη ήταν και είναι για μένα ένας πολύ γοητευτικός λόγος, και θεωρώ ότι αποτελεί ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για έναν καλλιτέχνη να ασχοληθεί με το κείμενο αυτό. Όπως είπε κάποτε και ο Σεφέρης: «O Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.» Έτσι και εγώ, μετά τον «Αμερικάνο» και το «Όνειρο στο κύμα», μετά το λόγο του Παπαδιαμάντη, το θεώρησα ως φυσική συνέχεια να ασχοληθώ και με το Μακρυγιάννη.
Πιστεύετε ότι η τέχνη οφείλει να υπηρετεί την κοινωνία;
Η τέχνη είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Φυσικά και θα πρέπει. Δεν ξέρω βέβαια με ποιαν έννοια το εννοείτε, να κάνει κριτική στα κακώς κείμενα, να αφυπνίζει συνειδήσεις, να νοηματοδοτεί τα τεκταινόμενα στην κοινωνία…. Φυσικά, ένας ρόλος της τέχνης είναι και αυτός. Ο σημαντικότερος όμως λόγος για ασχοληθεί κάποιος καλλιτέχνης με ένα έργο, είναι το να το ζητάει η ίδια του η συνείδηση, δηλαδή να πρόκειται για κάποιο έργο που να τον κάνει να αισθάνεται καλά. Ο Κουν είπε κάποτε: «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας και όχι μόνο για τους άλλους». Αν κάνεις θέατρο για την ψυχή σου, θα κάνεις και για τους άλλους. Αν κάνεις για τον τόπο σου, θα κάνεις και για όλο τον κόσμο.
Πώς λοιπόν επιλέγετε εσείς τα έργα που ανεβάζετε; Ποια είναι τα έργα που μιλάνε στην ψυχή σας;
Τα τελευταία χρόνια καταπιάνομαι συνεχώς με έργα ελληνικά, γιατί με αφορά η γλώσσα μου, η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου, μια γλώσσα που υφίσταται εδώ και δέκα χιλιάδες χρόνια, αστείρευτη, βαθύ πηγάδι της ψυχής, και ειδικά συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μακρυγιάννης, ο Βιζυηνός. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ότι αυτό δεν είναι καθαρό θέατρο, εφόσον πρόκειται για λογοτεχνικά κείμενα. Όμως, υπάρχει τέτοια ρίζα θεάτρου μέσα στα κείμενα αυτά, τέτοιοι διάλογοι, εκφράζονται τόσο δυνατές καταστάσεις, που εγώ τα βρίσκω αμιγώς θεατρικά. Σημαντική είναι βεβαίως και η ματιά του καθενός, πώς θα τα δει για να υπάρξουν στη σκηνή, πώς θα τα φανταστεί, ώστε να παρασταθούν θεατρικά. Θεωρώ ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει αυτά τα κείμενα, γιατί μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας, είναι αυθεντικά, το βλέπουμε και από το ενδιαφέρον που υπάρχει, ειδικά εδώ στη Θεσσαλονίκη. Ένας λόγος που έρχομαι πάντoτε εδώ είναι και αυτός, το κοινό της, οι άνθρωποί της, γιατί εδώ δεν συναντώ την τεράστια αλλοτρίωση και τη μιζέρια που χαρακτηρίζει δυστυχώς την Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη μια ζωντανή πόλη, βοηθάει και η τοποθεσία της, η θάλασσα, αλλά κυρίως οι άνθρωποι και αυτό το μονοπάτι πολιτισμών και διαφορετικών ταυτοτήτων που υπήρχε πάντοτε εδώ, αυτή η πολυπολιτισμικότητα, που την χαρακτήριζε πάντα. Γι’ αυτό και νιώθω τόσο καλά με αυτό το κοινό! Νιώθω τόσο καλά εδώ, που κοντεύει σχεδόν η Θεσσαλονίκη να γίνει το σπίτι μου, μακάρι να γίνει δηλαδή κάποια στιγμή, το ελπίζω. Έχω την αίσθηση, ότι όλα αυτά τα κείμενα, τα αυθεντικά ελληνικά, όχι μόνο μέσα από δικές μου δουλειές, αλλά και από άλλες παραστάσεις που έρχονται κατά καιρούς στη συμπρωτεύουσα, όπως η «Αναφορά στο Γκρέκο», που παιζόταν πρόσφατα στο θέατρο Αυλαία, έχουν ιδιαίτερη απήχηση στον κόσμο της. Ειδικά σε αυτή την δύσκολη περίσταση την οποία διέρχεται η χώρα, με την ελληνική κοινωνία να διαλύεται, ο κόσμος έχει ανάγκη να ακουμπήσει στις ρίζες του, και αυτά τα κείμενα έχουν βαθιά ρίζα και δεν είναι πατριωτικά, είναι κάτι πολύ σημαντικότερο.
Τα κείμενα αυτά, τα ελληνικά, είναι ακόμη μια μορφή αντίστασης, στους καιρούς που ζούμε, σε αυτή την οικονομική κατάπτωση, που έγινε και ηθική κατάπτωση. Η ενασχόληση με τα έργα αυτά ήταν για μένα ένας τρόπος να αναζητήσω μια λύτρωση για τον απλό Έλληνα θεατή, ώστε να αισθανθεί ξανά υπερήφανος για τη γλώσσα του, ώστε η αγωνιστικότητα που απορρέει από το κείμενο του Μακρυγιάννη να τον ενθαρρύνει και να του εμπνεύσει μια ηθική ανάταση, και να μπορεί ξανά να συλλογίζεται, να νιώθει και να σκέφτεται αισιόδοξα.
Από τις σπουδές σας, τις εμπειρίες σας, τους ανθρώπους που συναντήσατε, τι είναι αυτό που σας έχει επηρεάσει περισσότερο καλλιτεχνικά;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα πράγμα, παίρνεις στοιχεία από οτιδήποτε, ο καλλιτέχνης δε γίνεται ό,τι είναι μόνο από μια σχολή, ο καλλιτέχνης συνεχίζει να επηρεάζεται από χίλια δυο ερεθίσματα. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα παραδοσιακό καφενεδάκι, στην όμορφη αυτή αγορά της Θεσσαλονίκης, το Μοδιάνο, που ελπίζω να μην απαλλοτριωθεί, να μην κλείσει, να μην γίνει ένα εμπορικό κέντρο, ώστε να διατηρηθεί, εδώ, αυτό το στοιχείο της παράδοσης. Ακόμη και αυτό που βλέπω τώρα μπροστά μου, είναι ένα ερέθισμα για μένα. Ένας ηθοποιός ή ένας σκηνοθέτης ή και οποιοσδήποτε καλλιτέχνης θα πρέπει να ενημερώνεται πάντα για τα τεκταινόμενα στην τέχνη, να πηγαίνει σε εκθέσεις, να διαβάζει πάρα πολύ και φυσικά, δεν είναι μόνο η σχολή που θα τον κάνει καλλιτέχνη. Βέβαια, για να σας πω κάτι πιο συγκεκριμένο, μέσα από το Θέατρο Τέχνης προσπάθησα να πάρω και να διατηρήσω την παράδοση που υπήρχε από τον Κάρολο Κουν, στο θέατρο συνόλου, στην ουσία του λόγου. Σημαντικά ερεθίσματα δέχθηκα ακόμη και αργότερα, όταν δούλεψα με τον Μπομπ Γουίλσον στην Αμερική, σε μια παράσταση, τον «Προμηθέα», όπου διδάχθηκα πώς η εικόνα και το φως συμπληρώνουν το λόγο. Και οι σπουδές μου στον κινηματογράφο με δίδαξαν πολλά, πως η τέχνη αυτή δεν είναι απλά οπτικοποίηση του λόγου, αλλά πως θα πρέπει ο κάθε σκηνοθέτης ή ο ηθοποιός να βρει τον δικό του τρόπο για να πει μια ιστορία, είμαστε λοιπόν παραμυθάδες, και αυτό το παραμύθι το παίρνει ο καθένας για να το αξιοποιήσει όπως θέλει.
Τα τελευταία χρόνια η επιλογή σας είναι να δουλεύετε σε -κατά μια έννοια- προσωπικές δουλειές, δηλαδή μόνος σας πάνω στη σκηνή, αναλαμβάνοντας και το ρόλο του σκηνοθέτη, αυτό πώς προέκυψε;
Κατ’ αρχάς, το ότι είσαι μόνος πάνω στη σκηνή, αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχεις ανάγκη από μια ολόκληρη ομάδα γύρω σου να σε στηρίξει, υπάρχουν μουσικοί, όπως και τεχνικοί. Η ολιγομελής ομάδα βέβαια δεν μπορώ να πω ότι είναι απόλυτα επιλογή μου, είναι μια επιλογή που γίνεται και για οικονομικούς λόγους. Ξεκίνησα τη σκηνοθετική μου πορεία από τη Θεσσαλονίκη και πολυπληθείς παραστάσεις, συγκεκριμένα από τον Καλιγούλα του Αλμπέρ Καμύ, όπου έπαιζαν δώδεκα ηθοποιοί. Στην πορεία όμως, η ομάδα μου, η «Ηθικόν Ακμαιότατον», δεν έβρισκε ποτέ καμία απολύτως υποστήριξη από το κράτος, αλλά ούτε και από άλλους φορείς. Όπου πηγαίναμε νιώθαμε καταδιωκόμενοι. Επομένως εγώ, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Έτσι, ξεκίνησε σε πειραματική βάση ο «Αμερικάνος» του Παπαδιαμάντη, ως θεατρικό αναλόγιο, τα Χριστούγεννα του 2009, παράσταση που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και είχε τέτοια επιτυχία, ώστε να παίζεται για επτά ολόκληρα χρόνια. Οι μονόλογοι δεν ήταν λοιπόν αρχική επιλογή μου, αλλά σε καλό μου βγήκαν, καθώς είχαν την απόλυτη ανταπόκριση του κοινού. Γιατί, έναν καλλιτέχνη δεν τον αφορά μόνο το πώς στέκεται στη σκηνή, ζητούμενό του είναι πάντα να αποκτήσει το κοινό του, το κοινό το οποίο θα τον στηρίξει και σε επόμενες δουλειές, και από ότι φαίνεται ειδικά στην περιφέρεια , μακριά από την υδροκέφαλη Αθήνα αυτό το έχουμε απόλυτα πετύχει.
Για να ξαναγυρίσουμε στην παράσταση, πώς επιλέξατε τα αποσπάσματα που χρησιμοποιείτε; Συναντήσατε κάποιες δυσκολίες στην απόδοσή τους;
Η επιλογή των αποσπασμάτων για αυτή τη θεατρική μεταφορά, έγινε μέσα από τον ποταμό των 450 σελίδων του βιβλίου, σε μία προσπάθεια να δώσω συνοπτικά τη ματιά του Μακρυγιάννη, για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα από την επανάσταση και μετά, βάζοντας ταυτόχρονα τα γεγονότα σε μια χρονολογική σειρά, η οποία δεν υπάρχει στο αρχικό κείμενο. Δεν εστιάζω βέβαια στις μάχες, αλλά στην μεταεπαναστατική Ελλάδα, όταν ο Μακρυγιάννης διαπιστώνει με πίκρα, ότι η πατρίδα του, αν και απελευθερώθηκε από τους Τούρκους, εξακολουθεί να είναι δέσμια, αυτή τη φορά στους ξένους, στους Βαυαρούς, κι αργότερα σε διεφθαρμένους πολιτικούς, που θυμίζουν δυστυχώς και τη δική μας εποχή, και καυτηριάζει όλα τα κακώς κείμενα.
Όσον αφορά την απόδοση του κειμένου, μπορώ να πω ότι το κείμενο του Μακρυγιάννη είναι πιο απλό από αυτό του Παπαδιαμάντη. Είναι πιο λαϊκός ο λόγος. Υπάρχουν βέβαια κάποιες αρβανίτικες λέξεις, αλλά γενικά είναι πιο εύκολο.
Μετά από τον Αμερικάνο και το όνειρο στο κύμα, κείμενα που πλημμυρίζουν από συναίσθημα πώς σας φαίνεται η μεταπήδηση σε ένα πιο ορθολογιστικό κείμενο όπως αυτό του Μακρυγιάννη;
Δεν έχετε δίκιο να λέτε πως το κείμενο του Μακρυγιάννη δεν έχει συναίσθημα. Ακόμη και η γη που πατάμε έχει συναίσθημα. Είναι απορίας άξιο, πώς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απαξιώθηκε τόσο η πατρίδα, μέχρι του σημείου του να θεωρείται εθνικιστικό να μιλάει κανείς για την πατρίδα του, πώς έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο, ώστε η δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας να κινδυνεύει να μας αποξενώσει από τον τόπο, τη γλώσσα, την παράδοση, από τα έθιμα, τη μουσική και από την τέχνη της πατρίδας μας. Αλλά ξέρετε τι λέει μια παροιμία;;; Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες!
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια κ. Σαράντο;
Αφήστε τα μελλοντικά, ας ολοκληρώσουμε πρώτα τα τωρινά και θα τα βρούμε αργότερα τα μελλοντικά!
Πηγή: https://thesstheater.gr/author/vasia/