Για άλλη μια φορά ο ξεχωριστός καλλιτέχνης Θανάσης Σαράντος μας έδειξε τις ερμηνευτικές και σκηνοθετικές του ικανότητες, παρουσιάζοντας τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη».
Με τη μοναδική ένταση και το πάθος που τον χαρακτηρίζει, δίνοντας ένα κομμάτι από την ψυχή του, μεταφέρει στη σκηνή επιλεγμένα αποσπάσματα από το ογκωδέστατο βιβλίο που ο Στρατηγός Μακρυγιάννης κατάφερε να συντάξει στο τέλος της ζωής του, με τα λίγα κολλυβογράμματα που έμαθε για αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως ο ίδιος αναφέρει.
Ο Σαράντος, με την επιλογή των αποσπασμάτων που χρησιμοποιεί, εστιάζει στη μεταπολεμική κυρίως Ελλάδα, την απελευθερωμένη, όταν ο Μακρυγιάννης παρατηρεί με πικρία πως η πατρίδα του, αν και έχει αποτινάξει τα δεσμά του κατακτητή, εμφανίζεται και πάλι δέσμια, των βασιλιάδων και των κακών πολιτικών αυτή τη φορά, που της ρουφούν το αίμα και δεν την αφήνουν να ορθοποδήσει· και με όλη τη δύναμη της ψυχής και της φωνής του καυτηριάζει τα κακώς κείμενα.
Η παράσταση ήταν δυνατή και συγκινητική. Ο Σαράντος κινήθηκε επάνω στη σκηνή με άνεση αλλά και όσο χρειαζόταν. Ο λόγος του έρεε ακατάπαυστα, τα μάτια βούρκωναν συχνά, ενώ το πρόσωπό του παλλόταν συνεχώς από το έντονο συναίσθημα.
Το κείμενο συνοδευόταν από κομμάτια παραδοσιακής μουσικής, που ερμήνευσε όμορφα η Σύλβια Κουτρούλη, μαζί με το πολίτικο λαούτο, τον ταμπουρά -όργανο που έπαιζε και ο Μακρυγιάννης, και το εξαιρετικό πνευστό νάι με τους ανατολίτικους ήχους του. Ο Θανάσης Σαράντος μάλιστα, ερμήνευσε επί σκηνής το τραγούδι «Ο ήλιος εβασίλεψε Έλληνά μου», σε στίχους του ίδιου του Μακρυγιάννη.
Κορυφαίες στιγμές, κατά την άποψή μας, αυτές με τους ήχους της φύσης, τα πουλιά ή τα τζιτζίκια που ακούγονται πίσω από τον λόγο του Στρατηγού· ήχοι εντελώς αυθεντικοί, όπως και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, και τόσο αληθινοί, που συνόδεψαν κάποιες στιγμές το κείμενο ιδανικά, μας συγκίνησαν και μας ευχαρίστησαν πολύ.
Οι φωτισμοί ήταν κάτι παραπάνω από καλοί (ο Σαράντος εξάλλου ειδικεύεται σε αυτούς)· μετέδωσαν την ατμόσφαιρα που απαιτούσε το έργο.
Θα θέλαμε να συγχαρούμε τον Θανάση Σαράντο, τον μοναχικό αυτόν καλλιτέχνη, τον λάτρη της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης, που αφουγκράζεται πάντα την καρδιά του, αδιαφορώντας για τις εμπορικές δουλειές και καταθέτει στους συμπατριώτες του -μέσα από τις επιλογές των έργων του- γνήσια κομμάτια της Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι με τις δυνάμεις του στην ηθική ανάταση ενός λαού που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται σκληρά από τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες.
Με τη μοναδική ένταση και το πάθος που τον χαρακτηρίζει, δίνοντας ένα κομμάτι από την ψυχή του, μεταφέρει στη σκηνή επιλεγμένα αποσπάσματα από το ογκωδέστατο βιβλίο που ο Στρατηγός Μακρυγιάννης κατάφερε να συντάξει στο τέλος της ζωής του, με τα λίγα κολλυβογράμματα που έμαθε για αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως ο ίδιος αναφέρει.
Ο Σαράντος, με την επιλογή των αποσπασμάτων που χρησιμοποιεί, εστιάζει στη μεταπολεμική κυρίως Ελλάδα, την απελευθερωμένη, όταν ο Μακρυγιάννης παρατηρεί με πικρία πως η πατρίδα του, αν και έχει αποτινάξει τα δεσμά του κατακτητή, εμφανίζεται και πάλι δέσμια, των βασιλιάδων και των κακών πολιτικών αυτή τη φορά, που της ρουφούν το αίμα και δεν την αφήνουν να ορθοποδήσει· και με όλη τη δύναμη της ψυχής και της φωνής του καυτηριάζει τα κακώς κείμενα.
Η παράσταση ήταν δυνατή και συγκινητική. Ο Σαράντος κινήθηκε επάνω στη σκηνή με άνεση αλλά και όσο χρειαζόταν. Ο λόγος του έρεε ακατάπαυστα, τα μάτια βούρκωναν συχνά, ενώ το πρόσωπό του παλλόταν συνεχώς από το έντονο συναίσθημα.
Το κείμενο συνοδευόταν από κομμάτια παραδοσιακής μουσικής, που ερμήνευσε όμορφα η Σύλβια Κουτρούλη, μαζί με το πολίτικο λαούτο, τον ταμπουρά -όργανο που έπαιζε και ο Μακρυγιάννης, και το εξαιρετικό πνευστό νάι με τους ανατολίτικους ήχους του. Ο Θανάσης Σαράντος μάλιστα, ερμήνευσε επί σκηνής το τραγούδι «Ο ήλιος εβασίλεψε Έλληνά μου», σε στίχους του ίδιου του Μακρυγιάννη.
Κορυφαίες στιγμές, κατά την άποψή μας, αυτές με τους ήχους της φύσης, τα πουλιά ή τα τζιτζίκια που ακούγονται πίσω από τον λόγο του Στρατηγού· ήχοι εντελώς αυθεντικοί, όπως και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, και τόσο αληθινοί, που συνόδεψαν κάποιες στιγμές το κείμενο ιδανικά, μας συγκίνησαν και μας ευχαρίστησαν πολύ.
Οι φωτισμοί ήταν κάτι παραπάνω από καλοί (ο Σαράντος εξάλλου ειδικεύεται σε αυτούς)· μετέδωσαν την ατμόσφαιρα που απαιτούσε το έργο.
Θα θέλαμε να συγχαρούμε τον Θανάση Σαράντο, τον μοναχικό αυτόν καλλιτέχνη, τον λάτρη της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης, που αφουγκράζεται πάντα την καρδιά του, αδιαφορώντας για τις εμπορικές δουλειές και καταθέτει στους συμπατριώτες του -μέσα από τις επιλογές των έργων του- γνήσια κομμάτια της Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι με τις δυνάμεις του στην ηθική ανάταση ενός λαού που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται σκληρά από τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες.