«Ο Αμερικάνος» και η πληρότητα μιας σοφά λιτής παράστασης. Είδαμε & Σχολιάζουμε.
Σίγουρα αξιοπρόσεκτες οι «σφραγίδες» που συνοδεύουν το «διαβατήριο» της συγκεκριμένης παράστασης και μιλούν για επιτυχία επί επτά συνεχείς σεζόν, με πολλές περιοδείες και εξαντλημένα εισιτήρια, ικανές να σε δελεάσουν. Από την άλλη, στον απόηχο του εορταστικού κλίματος, ένας «χριστουγεννιάτικος» Παπαδιαμάντης για τους λάτρεις του ύφους του, φαντάζει ιδανική επιλογή και όταν ευτυχήσει να δραματοποιηθεί εμπνευσμένα ως θεατρική πράξη, δεν μπορείς παρά να «προσυπογράψεις» την αποδοχή που δικαίως εισπράττει η παράσταση. Μιλάμε για τον «Αμερικάνο», μια θεατρική απόδοση του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία, ερμηνεία και όχι μόνο του Θανάση Σαράντου, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία. Και τόσο η προσέλευση του κόσμου στο κατάμεστο θέατρο, όσο και το παρατεταμένο χειροκρότημα, επιβεβαίωσαν του λόγου το αληθές…
Το διήγημα αφορά επιγραμματικά στην επιστροφή ενός ξενιτεμένου. Που άφησε το νησί του, τους δικούς του, την αγαπημένη του, πριν 25 χρόνια, για να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική, εκείνα τα «πέτρινα χρόνια» της μαζικής μετανάστευσης. Και αφού πρόκοψε οικονομικά, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του, παραμονές κάποιων Χριστουγέννων, ψάχνοντας να βρει το νήμα που θα τον συνδέσει με όσα άφησε πίσω… περιπλανιέται στα παλιά σοκάκια που άλλαξαν φορτωμένος νοσταλγία και θύμησες, προσκυνά στο ρημαγμένο πατρικό των πεθαμένων πια γονιών του, συναντιέται με παλιούς συντοπίτες που δεν αναγνωρίζουν τον «ξένο», νοιώθει χαμένος, αποκομμένος από τις ρίζες και τη γλώσσα του, αναζητά με λαχτάρα να μάθει για την παλιά αγαπημένη… Που ως πιστή Πηνελόπη στον Οδυσσέα της, δεν έπαψε να τον καρτερά όλα αυτά τα χρόνια κι ο ερχομός του θα φωτίσει απρόσμενα τα θλιβερά Χριστούγεννα και τις στερημένες από αγάπη ζωές και των δυο τους.
Για το κείμενο του Α. Παπαδιαμάντη, σε μια ευφάνταστα στημένη παράσταση (+), δεν χρειάζεται προφανώς να πούμε πολλά. Οι πολυπληθείς θαυμαστές του «αγίου των γραμμάτων», αναγνωρίζουν στα έργα του τις σπουδαίες αρετές μιας μεστής απλότητας στη θεματολογία με εξαιρετικές ηθογραφικές αποτυπώσεις, βαθύτερες αναζητήσεις και δομημένους χαρακτήρες, σε συνδυασμό με λόγο ποιητικό, λυρικό, εύρυθμο, χάρη στην ιδιωματική χρήση της «παπαδιαμάντειας» γλώσσας. Στοιχεία σε πλεόνασμα στο συγκεκριμένο διήγημα, που αποπνέει ελληνικότητα, αυθεντικό συναίσθημα σε πολλαπλά επίπεδα, άρωμα τρυφερής νοσταλγίας, δοσμένα μέσα από άριστα δεμένη πλοκή που κορυφώνεται σταδιακά μέχρι τη λύτρωση. Αγγίζοντας με ειλικρίνεια και αμεσότητα τις ευαίσθητες πτυχές ενός χαρακτήρα τραγικά «διχασμένου» που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στο «οικείο» και το «ξένο», ανάμεσα στην προσδοκία και την πραγματικότητα, την ελπίδα και τη διάψευσή της, με φόντο μια Ελλάδα «υπό φυγήν» και τότε και τώρα….
Η σκηνική μεταφορά του διηγήματος -το οποίο παρέμεινε ανέπαφο- έδωσε στον σκηνοθέτη και ερμηνευτή Θανάση Σαράντο, την ευκαιρία μιας πρόκλησης, όπως συμβαίνει γενικότερα με παρόμοιες μεταφορές στατικών αφηγήσεων. Στην οποία ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο, διότι εστίασε και ανέδειξε τον κυρίαρχο λόγο με ευρηματική λιτότητα, χωρίς τη βοήθεια κανενός σκηνικού μέσου, παρά μόνο με τη συνδρομή ήχου, μουσικής και φωτισμών. Αξιοποιημένα όμως τόσο αποτελεσματικά μέσα στην απλότητά τους, που σε συνδυασμό με τα πολλαπλά πρόσωπα ερμηνευμένα από τον ίδιο, έδωσαν την αίσθηση θεατρικού όγκου και κυρίως μιας απόλυτης πληρότητας, σε σημείο οτιδήποτε παραπάνω να έμοιαζε περιττό. Ένα πρόσωπο επί σκηνής που πέραν του βασικού αφηγητή υποδύθηκε όλους τους χαρακτήρες του διηγήματος, μια ξύλινη βαλίτσα- σύμβολο ταξιδευτή και ένας μουσικός με το πιάνο του- περίπου ως συμπρωταγωνιστής με τους απρόβλεπτους ήχους και τις νοσταλγικές μουσικές του, ήταν όλα όσα χρειαζόταν για μια μεστή, ουσιαστική δραματοποίηση και μια ατμοσφαιρική παράσταση με παιχνίδια φωτός και σκοταδιού εν μέσω νεφελώδους «ομίχλης»… Με απλούστατα μέσα, σε μια εντελώς άδεια σκηνή και χωρίς «ψαγμένα» ευρήματα ή τερτίπια, ο Θ. Σαράντος προσέφερε ουσία και αλήθεια σε ένα δρώμενο με αισθητική, ως ακριβές σκηνοθετικό στίγμα, που κατόπιν τούτων, δεν μπορεί παρά να χτυπήσει «στόχο στο κέντρο»…
Όσο για την ερμηνεία ή μάλλον τις ερμηνείες του σε επίπεδο υποκριτικής, το πρώτο στοιχείο που ξεχώρισε ήταν και πάλι η επιτυχημένη σκηνοθεσία στις ακαριαίες αλλαγές προσώπων, όπου με μικρές λεπτομέρειες στην κινησιολογία, την αμφίεση, την εκφορά του λόγου, έδινε κάθε φορά τον διαφορετικό – ανδρικό ή γυναικείο- χαρακτήρα, αφαιρετικά, πειστικά και χωρίς την παραμικρή σύγχυση. Μια θαυμάσια απόδοση, με ενέργεια, συναίσθημα, ακρίβεια, άψογο συγχρονισμό, δουλεμένη κίνηση, έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσει πέραν των πολλαπλών ρόλων και την ξεχωριστή ιδιαιτερότητα του κειμένου με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Όπου στα αφηγηματικά μέρη, το σύνθετο και πυκνό νοηματικά συντακτικό της καθαρεύουσας με τις τεράστιες προτάσεις, δεν είναι προφανώς το… ευκολότερο για προφορικό, ρέοντα λόγο, προκειμένου να αποδοθεί σωστά ως νόημα, χωρίς να χάσει τον έμφυτο ρυθμό και αρμονία. Και επ’ αυτού, το αποτέλεσμα απέδειξε ότι προηγήθηκε επίπονη δουλειά. Το μόνο που ελαφρώς αδίκησε (-) την εκφορά του λόγου, ήταν ένα ανεβοκατέβασμα της έντασης, με συνέπεια να χάνονται συχνά οι καταλήξεις λέξεων ή φράσεων.
Όπως προαναφέραμε, η ζωντανή μουσική στο παρόν εγχείρημα συμπρωταγωνίστησε «συνομιλώντας» με τον αφηγητή και συμβάλλοντας περίπου στο μισό του αισθητικού αποτελέσματος. Καθώς συνόδευσε την παράσταση σε όλη τη διάρκεια και «έντυσε» τα κομβικά σημεία με ιδιαίτερα ηχοχρώματα, αξιοποιώντας εντελώς απρόβλεπτες δυνατότητες του πιάνου. Όπου άλλοτε ακούγαμε λυρικές νότες κι άλλοτε τριξίματα, κρότους, ήχους αγωνίας ή ένα μελωδικό σαντούρι, με αξιοθαύμαστο συγχρονισμό στα κατάλληλα σημεία και με συνθέσεις ταιριαστές στο κλίμα, αν και σε κάποια σημεία διακρίναμε (-) μονοτονία και ελλιπή έμπνευση, καθώς και έναν «βόμβο» μάλλον ενοχλητικό. Το «σκηνικό» συμπλήρωναν περιστασιακά ατμοί, δημιουργώντας «ποιητική» ατμόσφαιρα ομίχλης, ενισχυμένη από καλοδουλεμένους φωτισμούς με ευφάνταστες εναλλαγές, Εν ολίγοις, ένα εξαιρετικό καλλιτεχνικά δέσιμο λόγου, ήχου, μουσικής και φωτισμών…
Εν κατακλείδι (=)
πρόκειται για παράσταση που θα απολαύσουν ιδιαίτερα όσοι αγαπούν το έργο και τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, καθώς μέσα από μια ευρηματική σκηνοθεσία στη λιτότητά της και μια θαυμάσια ερμηνεία, αναδείχθηκε υποδειγματικά ο λυρικός του λόγος, προσφέροντας στον θεατή μία ώρα καλλιτεχνικής πληρότητας…
Πηγή: http://www.kulturosupa.gr/index.php/theatromania/amerikanos-eidame-17374/
Σίγουρα αξιοπρόσεκτες οι «σφραγίδες» που συνοδεύουν το «διαβατήριο» της συγκεκριμένης παράστασης και μιλούν για επιτυχία επί επτά συνεχείς σεζόν, με πολλές περιοδείες και εξαντλημένα εισιτήρια, ικανές να σε δελεάσουν. Από την άλλη, στον απόηχο του εορταστικού κλίματος, ένας «χριστουγεννιάτικος» Παπαδιαμάντης για τους λάτρεις του ύφους του, φαντάζει ιδανική επιλογή και όταν ευτυχήσει να δραματοποιηθεί εμπνευσμένα ως θεατρική πράξη, δεν μπορείς παρά να «προσυπογράψεις» την αποδοχή που δικαίως εισπράττει η παράσταση. Μιλάμε για τον «Αμερικάνο», μια θεατρική απόδοση του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία, ερμηνεία και όχι μόνο του Θανάση Σαράντου, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία. Και τόσο η προσέλευση του κόσμου στο κατάμεστο θέατρο, όσο και το παρατεταμένο χειροκρότημα, επιβεβαίωσαν του λόγου το αληθές…
Το διήγημα αφορά επιγραμματικά στην επιστροφή ενός ξενιτεμένου. Που άφησε το νησί του, τους δικούς του, την αγαπημένη του, πριν 25 χρόνια, για να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική, εκείνα τα «πέτρινα χρόνια» της μαζικής μετανάστευσης. Και αφού πρόκοψε οικονομικά, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του, παραμονές κάποιων Χριστουγέννων, ψάχνοντας να βρει το νήμα που θα τον συνδέσει με όσα άφησε πίσω… περιπλανιέται στα παλιά σοκάκια που άλλαξαν φορτωμένος νοσταλγία και θύμησες, προσκυνά στο ρημαγμένο πατρικό των πεθαμένων πια γονιών του, συναντιέται με παλιούς συντοπίτες που δεν αναγνωρίζουν τον «ξένο», νοιώθει χαμένος, αποκομμένος από τις ρίζες και τη γλώσσα του, αναζητά με λαχτάρα να μάθει για την παλιά αγαπημένη… Που ως πιστή Πηνελόπη στον Οδυσσέα της, δεν έπαψε να τον καρτερά όλα αυτά τα χρόνια κι ο ερχομός του θα φωτίσει απρόσμενα τα θλιβερά Χριστούγεννα και τις στερημένες από αγάπη ζωές και των δυο τους.
Για το κείμενο του Α. Παπαδιαμάντη, σε μια ευφάνταστα στημένη παράσταση (+), δεν χρειάζεται προφανώς να πούμε πολλά. Οι πολυπληθείς θαυμαστές του «αγίου των γραμμάτων», αναγνωρίζουν στα έργα του τις σπουδαίες αρετές μιας μεστής απλότητας στη θεματολογία με εξαιρετικές ηθογραφικές αποτυπώσεις, βαθύτερες αναζητήσεις και δομημένους χαρακτήρες, σε συνδυασμό με λόγο ποιητικό, λυρικό, εύρυθμο, χάρη στην ιδιωματική χρήση της «παπαδιαμάντειας» γλώσσας. Στοιχεία σε πλεόνασμα στο συγκεκριμένο διήγημα, που αποπνέει ελληνικότητα, αυθεντικό συναίσθημα σε πολλαπλά επίπεδα, άρωμα τρυφερής νοσταλγίας, δοσμένα μέσα από άριστα δεμένη πλοκή που κορυφώνεται σταδιακά μέχρι τη λύτρωση. Αγγίζοντας με ειλικρίνεια και αμεσότητα τις ευαίσθητες πτυχές ενός χαρακτήρα τραγικά «διχασμένου» που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στο «οικείο» και το «ξένο», ανάμεσα στην προσδοκία και την πραγματικότητα, την ελπίδα και τη διάψευσή της, με φόντο μια Ελλάδα «υπό φυγήν» και τότε και τώρα….
Η σκηνική μεταφορά του διηγήματος -το οποίο παρέμεινε ανέπαφο- έδωσε στον σκηνοθέτη και ερμηνευτή Θανάση Σαράντο, την ευκαιρία μιας πρόκλησης, όπως συμβαίνει γενικότερα με παρόμοιες μεταφορές στατικών αφηγήσεων. Στην οποία ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο, διότι εστίασε και ανέδειξε τον κυρίαρχο λόγο με ευρηματική λιτότητα, χωρίς τη βοήθεια κανενός σκηνικού μέσου, παρά μόνο με τη συνδρομή ήχου, μουσικής και φωτισμών. Αξιοποιημένα όμως τόσο αποτελεσματικά μέσα στην απλότητά τους, που σε συνδυασμό με τα πολλαπλά πρόσωπα ερμηνευμένα από τον ίδιο, έδωσαν την αίσθηση θεατρικού όγκου και κυρίως μιας απόλυτης πληρότητας, σε σημείο οτιδήποτε παραπάνω να έμοιαζε περιττό. Ένα πρόσωπο επί σκηνής που πέραν του βασικού αφηγητή υποδύθηκε όλους τους χαρακτήρες του διηγήματος, μια ξύλινη βαλίτσα- σύμβολο ταξιδευτή και ένας μουσικός με το πιάνο του- περίπου ως συμπρωταγωνιστής με τους απρόβλεπτους ήχους και τις νοσταλγικές μουσικές του, ήταν όλα όσα χρειαζόταν για μια μεστή, ουσιαστική δραματοποίηση και μια ατμοσφαιρική παράσταση με παιχνίδια φωτός και σκοταδιού εν μέσω νεφελώδους «ομίχλης»… Με απλούστατα μέσα, σε μια εντελώς άδεια σκηνή και χωρίς «ψαγμένα» ευρήματα ή τερτίπια, ο Θ. Σαράντος προσέφερε ουσία και αλήθεια σε ένα δρώμενο με αισθητική, ως ακριβές σκηνοθετικό στίγμα, που κατόπιν τούτων, δεν μπορεί παρά να χτυπήσει «στόχο στο κέντρο»…
Όσο για την ερμηνεία ή μάλλον τις ερμηνείες του σε επίπεδο υποκριτικής, το πρώτο στοιχείο που ξεχώρισε ήταν και πάλι η επιτυχημένη σκηνοθεσία στις ακαριαίες αλλαγές προσώπων, όπου με μικρές λεπτομέρειες στην κινησιολογία, την αμφίεση, την εκφορά του λόγου, έδινε κάθε φορά τον διαφορετικό – ανδρικό ή γυναικείο- χαρακτήρα, αφαιρετικά, πειστικά και χωρίς την παραμικρή σύγχυση. Μια θαυμάσια απόδοση, με ενέργεια, συναίσθημα, ακρίβεια, άψογο συγχρονισμό, δουλεμένη κίνηση, έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσει πέραν των πολλαπλών ρόλων και την ξεχωριστή ιδιαιτερότητα του κειμένου με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Όπου στα αφηγηματικά μέρη, το σύνθετο και πυκνό νοηματικά συντακτικό της καθαρεύουσας με τις τεράστιες προτάσεις, δεν είναι προφανώς το… ευκολότερο για προφορικό, ρέοντα λόγο, προκειμένου να αποδοθεί σωστά ως νόημα, χωρίς να χάσει τον έμφυτο ρυθμό και αρμονία. Και επ’ αυτού, το αποτέλεσμα απέδειξε ότι προηγήθηκε επίπονη δουλειά. Το μόνο που ελαφρώς αδίκησε (-) την εκφορά του λόγου, ήταν ένα ανεβοκατέβασμα της έντασης, με συνέπεια να χάνονται συχνά οι καταλήξεις λέξεων ή φράσεων.
Όπως προαναφέραμε, η ζωντανή μουσική στο παρόν εγχείρημα συμπρωταγωνίστησε «συνομιλώντας» με τον αφηγητή και συμβάλλοντας περίπου στο μισό του αισθητικού αποτελέσματος. Καθώς συνόδευσε την παράσταση σε όλη τη διάρκεια και «έντυσε» τα κομβικά σημεία με ιδιαίτερα ηχοχρώματα, αξιοποιώντας εντελώς απρόβλεπτες δυνατότητες του πιάνου. Όπου άλλοτε ακούγαμε λυρικές νότες κι άλλοτε τριξίματα, κρότους, ήχους αγωνίας ή ένα μελωδικό σαντούρι, με αξιοθαύμαστο συγχρονισμό στα κατάλληλα σημεία και με συνθέσεις ταιριαστές στο κλίμα, αν και σε κάποια σημεία διακρίναμε (-) μονοτονία και ελλιπή έμπνευση, καθώς και έναν «βόμβο» μάλλον ενοχλητικό. Το «σκηνικό» συμπλήρωναν περιστασιακά ατμοί, δημιουργώντας «ποιητική» ατμόσφαιρα ομίχλης, ενισχυμένη από καλοδουλεμένους φωτισμούς με ευφάνταστες εναλλαγές, Εν ολίγοις, ένα εξαιρετικό καλλιτεχνικά δέσιμο λόγου, ήχου, μουσικής και φωτισμών…
Εν κατακλείδι (=)
πρόκειται για παράσταση που θα απολαύσουν ιδιαίτερα όσοι αγαπούν το έργο και τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, καθώς μέσα από μια ευρηματική σκηνοθεσία στη λιτότητά της και μια θαυμάσια ερμηνεία, αναδείχθηκε υποδειγματικά ο λυρικός του λόγος, προσφέροντας στον θεατή μία ώρα καλλιτεχνικής πληρότητας…
Πηγή: http://www.kulturosupa.gr/index.php/theatromania/amerikanos-eidame-17374/