(25/12/11)
Θανάσης Σαράντος: «Αψβούργος πρίγκιψ σε γυάλινο πύργο ο Υπουργός Πολιτισμού»!
Επί τρία χρόνια μεταμορφώνεται στον ξενιτεμένο Έλληνα που επιστρέφει μετά από χρόνια στην πατρίδα του. Μεταμορφώνεται και στην μνηστή του, που τον περίμενε στωικά. Και στην ηλικιωμένη μητέρα της, στους βιοπαλαιστές συντοπίτες του, στα πιτσιρίκια της Σκιάθου. Ο Θανάσης Σαράντος είναι επί σκηνής ο άνθρωπος-«ορχήστρα», με τους πολλαπλούς ρόλους που ερμηνεύει στην παράσταση «Ο Αμερικάνος», μια θεατρική μεταφορά του ομότιτλου διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Στα τρία χρόνια επιτυχίας της, Έλληνες του εξωτερικού σπεύδουν να την παρακολουθήσουν θέλοντας ν’ ακούσουν την παπαδιαμαντική γλώσσα, σχολεία επισκέπτονται το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για να γνωρίσουν οι μαθητές το έργο του «αγίου των γραμμάτων», αλλά και «απλό» κοινό σε διάφορα μέρη της Ελλάδας γοητεύεται από τη σκηνική μεταφορά του «κλασικού» αυτού ελληνικού έργου. Συναντήσαμε τον πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη της παράστασης σε μια «χριστουγεννιάτικη» βραδιά και μιλήσαμε για το πώς έχει ζήσει αυτή την συμπόρευση με τον Παπαδιαμάντη, αλλά και για το πόσο επίκαιρος φαντάζει «Ο Αμερικάνος» στην εποχή που ζούμε.
Συνέντευξη στην Αργυρώ Σταυρίδη
- Εκτός από «χριστουγεννιάτικο», λόγω χρονικής τοποθέτησης της υπόθεσης, τι άλλους χαρακτηρισμούς θα δίνατε στο διήγημα «Ο Αμερικάνος»;
Μια ιστορία αγάπης και ξενιτιάς. Και κατ’ επέκταση, αποξένωσης και μοναξιάς. Όλα αυτά -ο ξενιτεμός, η σταδιακή αποξένωση και τελικά η απέραντη μοναξιά- είναι τα κυριότερα στάδια της φυγής και του αποχωρισμού από κάτι αγαπημένο. Με μοναδική μαεστρία, καθώς χτίζει σιγά-σιγά την περσόνα του Αμερικάνου, ο Παπαδιαμάντης αποκαλύπτει σταδιακά τον ήρωα. Και στο σημείο ακριβώς όπου έχει κορυφωθεί η απελπισία και η αγωνία του ξένου, δίνει την πολυπόθητη αντιστροφή της εξέλιξης: η λύση του δράματος δίνεται στο πρόσωπο της μαρτυρικής Μελαχρώς, που είναι ακόμα εκεί και τον περιμένει. Το ότι η ιστορία αυτή τοποθετείται χρονικά στη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, έχει ίσως την αιτία του στο ότι, ανέκαθεν, οι μέρες των Χριστουγέννων σήμαιναν αγάπη και επανασύνδεση. Αλλά και αντίστροφα: η αγάπη που επισφραγίζεται με την επανασύνδεση, αυτή είναι που λαμπρύνει ακόμα περισσότερο τις γιορτινές μέρες.
- Ο ξενιτεμένος Έλληνας που επιστρέφει, φαίνεται στους ντόπιους σαν «Αμερικάνος». Πώς βιώνει ο ήρωας αυτή την «κρίση ταυτότητας» και την επιφυλακτικότητα που συναντά;
Τίποτα στον λόγο του Παπαδιαμάντη δεν είναι τυχαίο: πάντοτε, εξυπηρετώντας ένα συγκεκριμένο σκοπό, μεταχειρίζεται άλλοτε την ιδιάζουσα «λόγια» γλώσσα, άλλοτε την εκκλησιαστική υμνογραφία, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και την κοινή καθομιλουμένη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο τίτλος του διηγήματος-που είναι ταυτόχρονα και το μόνιμο «παρατσούκλι» που αποκτά ο ξένος με το που πατά το πόδι του στο νησί, είναι κι αυτό στη ντοπιολαλιά του τόπου: όχι το ουδέτερο «ο Αμερικανός», αλλά το πιο λαϊκό-και αδιόρατα ειρωνικό- «ο Αμερικάνος». Ο τόνος επίτηδες βαλμένος στην παραλήγουσα τονίζει αυτήν ακριβώς την κοροϊδία του κοσμάκη προς αυτόν, τον ουρανοκατέβατο επισκέπτη της παραμονής των Χριστουγέννων που δεν τους μοιάζει σε τίποτα. Δεν παύει ωστόσο να τους προξενεί και κάποιο φόβο το μυστήριο που τον περικλείει. Περισσότερο φόβο προκαλεί και ότι το χρήμα φαίνεται να μην έχει καμιά αξία για τον Αμερικάνο.
- Πόση βαρύτητα έχει για το μήνυμα του έργου ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ήρωας το χρήμα;
Εδώ βλέπουμε πόσο επίκαιρος είναι ο συγγραφέας ειδικά στην δύσκολη οικονομική συγκυρία της εποχής μας. Ο Αμερικάνος απαξιώνει το χρήμα, το σκορπά, δεν το υπολογίζει. Αυτό που τον καίει, είναι ο έρωτας που άφησε για μια καλύτερη τύχη μακριά από τη πατρίδα του. Τον απασχολεί να κάνει «κουβέντα» στη γλώσσα που έχει ξεχάσει. Φαίνεται να καταλαβαίνει τα πάντα από όσα λέγονται γύρω του, όμως αδυνατεί σχεδόν να «κοινωνήσει» τις σκέψεις του: η γλώσσα φαίνεται γι’ αυτόν ένας μηχανισμός χρόνια αχρησιμοποίητος, που τώρα μόλις ξανάρχισε να λειτουργεί. Διπλά ξένος λοιπόν, τόσο ως προς την όψη όσο και ως προς τη γλώσσα. Κι αυτό ίσως είναι και το τραγικότερο σύμπτωμα της σταδιακής αποξένωσης, που προκάλεσε ο μακροχρόνιος αποχωρισμός από την πατρίδα και τους «δικούς» ανθρώπους.
- Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, αν και πολύ προσιτή, είναι «καθαρεύουσα». Κάποια στιγμή ακόμα και οι μεγαλύτεροι συγγραφείς «εκλαϊκεύονται» γλωσσικά για να είναι εύληπτοι. Θα δικαιολογούνταν λοιπόν ποτέ μια γλωσσική «εκλαΐκευσή» του;
Όποιος έχει ασχοληθεί ουσιαστικά με το παπαδιαμαντικό έργο, χωρίς να είναι απαραίτητα ειδικός, όσο περισσότερο διαβάζει και ανακαλύπτει νέους θησαυρούς νοημάτων και αισθημάτων σ’ αυτό το απύθμενο πέλαγος που λέγεται Παπαδιαμάντης, καταλήγει πάντα στο ίδιο στερεότυπο συμπέρασμα: η γλώσσα του κυρ-Αλέξανδρου είναι αδύνατο να ενταχθεί σε καθιερωμένα καλούπια, να περιγραφεί μονολεκτικά. Είναι τρομακτικά ελλιπής, άδικος σχεδόν ο χαρακτηρισμός «καθαρεύουσα». Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δεν είναι καθαρεύουσα - πιο σωστά, δεν είναι μόνο καθαρεύουσα. Είναι ταυτόχρονα καθαρεύουσα, είναι λόγια, λαϊκή, εξειδικευμένη, επιστημονική, τεχνική, θεολογική. Αλλά και υπέροχα «πεζή» όταν χρειάζεται. Έξυπνη, εύστροφη, «περιπαθής» -για να χρησιμοποιήσουμε και μια από τις υπέροχες, περιγραφικότατες εκφράσεις του- αγαπητική, ερωτική. Αν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε οπωσδήποτε μία και μόνη λέξη για να την περιγράψουμε, η μόνη που θα μας επιτρεπόταν ίσως, θα ήταν «ποιητική». Ο Παπαδιαμάντης δεν επιδέχεται καμιά απολύτως επέμβαση, καμιά «εκλαΐκευση». Είναι από μόνος του όσο ακριβώς «λαϊκός» χρειάζεται.
- Στην σύγχρονη εποχή, όπου «καταναλώνουμε» και υιοθετούμε πιο εύκολα ξενόφερτα στοιχεία, σε τι βαθμό πιστεύετε ότι μπορούν να υπάρχουν ακόμα «εθνικές ταυτότητες»; Τι περιεχόμενο και χρησιμότητα δίνετε εσείς σε έναν τέτοιο όρο;
Αν δει κανείς πόση σημασία δίνει ο σύγχρονος Έλληνας στη σπουδαιότητα της δικής του εθνικής ταυτότητας, θα συνειδητοποιήσει πόσο διορατικός ήταν και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης ως κοινωνικός σχολιαστής: ο Νεοέλληνας είναι καταδικασμένος να «πιθηκίζει», να μιμείται συμπεριφορές και εκδηλώσεις εν μέρει ή και ολότελα ξένες προς την αληθινή ουσία της ύπαρξής του. Έχει πλέον απαρνηθεί όλα όσα τον χαρακτήριζαν, του προσέδιδαν μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα. Διέγραψε τον τεράστιο πλούτο της μουσικής του, της παράδοσής του, της γλώσσας του και της ιστορικής του μνήμης, υποκύπτοντας στον ασύγκριτα φτωχότερο δυτικό συγκερασμό. Αλυσοδεθήκαμε στο άρμα της νέας τάξης πραγμάτων και της ασύδοτης ελεύθερης αγοράς και να που καταντήσαμε. Αν νιώθεις κάτι ιδιαίτερο για την πατρίδα σου, μπορεί να σε «αφορίσουν», αλλά προσωπικά δεν με νοιάζει. Δεν θέλω να γίνω ομογενοποιημένος, θέλω να έχω τη δική μου σκέψη, τη δική μου «ταυτότητα». Μπορεί να είναι μια πολύ βαριά κληρονομιά το ερείπιο της Ακρόπολης, αλλά σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραίο να κάναμε κι εμείς σήμερα μια αντίστοιχη Ακρόπολη. Είναι τυχαίο που έβαλαν εμάς στο στόχαστρο; Μήπως η ανατροπή θα έπρεπε να ξεκινήσει από εδώ…;
- Στην παρούσα συγκυρία όμως, πολλοί Έλληνες επιθυμούν να μεταναστεύσουν ή έχουν ήδη φύγει, και δεν εκφράζουν την επιθυμία να επιστρέψουν. Ο Αμερικάνος επιστρέφει μετά από χρόνια στον τόπο του για να ξαναβρεί τον έρωτά του και η ιστορία έχει happy end. Αναφορικά με τον πολιτισμό αλλά και γενικότερα, πιστεύετε ότι οι καταστάσεις είναι χειρότερες από το παρελθόν; Δικαιολογούν τόση απαισιοδοξία;
Ο πολιτισμός έχει απαξιωθεί εντελώς στις μέρες μας. Με αφορμή την οικονομική κρίση και το ότι πρέπει να καλύψουμε μόνο τις βασικές ανάγκες, ο πολιτισμός δεν συγκαταλέγεται σε αυτές. Για μένα ο πολιτισμός είναι η απόλυτη βασική ανάγκη. Γιατί να θεωρείται αυτή τη στιγμή ένα είδος πολυτελείας; Δηλαδή έχουμε έρθει σε αυτή τη ζωή για να τρώμε μόνο, να κάνουμε σεξ και να βλέπουμε χαζοσήριαλ; Δεν είναι για να σκεφτούμε, να αισθανθούμε, να έχουμε μια ψυχική ανάταση; Πολύ σωστά έλεγε η Μερκούρη ότι ο πολιτισμός είναι η μόνη μας βιομηχανία, γιατί δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να παραγάγουμε. Δεν δίνονται κίνητρα για να γίνει ο εγχώριος πολιτισμός εξαγώγιμο είδος, ενώ έχουμε πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Γιατί να περιμένω εγώ τον Λιθουανό να έρθει να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο; Εγώ θα μιλήσω και από τη δική μας την πλευρά, των καλλιτεχνών, για έναν Υπουργό Πολιτισμού, έναν «Αψβούργο», έναν «πρίγκιπα σε γυάλινο πύργο που έχει ήδη θρυμματιστεί», ο οποίος απαξιώνει εντελώς οτιδήποτε έχει να κάνει με τον πολιτισμό, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο πολιτισμός μπορεί να φέρει μια αντίσταση, να βάλει τα μυαλά να σκεφτούν. Θα τα κλείσουν όλα, ό,τι παράγει πολιτισμό. Το θεωρώ πρόκληση να έχει μετοχές ένας υπουργός πολιτισμού, κάποιος δηλαδή που διαχειρίζεται πολιτισμό, να έχει ταυτόχρονα τον ελεύθερο χρόνο να τζογάρει!
- Δεν εντοπίζετε δηλαδή καμία διάθεση ανατροπής αυτής της κατάστασης, αν όχι από την πολιτεία, τουλάχιστον από το μέρος του κοινού που δεν έχει αποχαυνωθεί;
Αυτό το νέο ανέβασμα του «Αμερικάνου» μου έδωσε μια αισιοδοξία από την άποψη ότι βρήκε απήχηση σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Η επιλογή να ανεβάσω Παπαδιαμάντη, που είναι και βαθιά πολιτικός, ήταν για μένα και μια μορφή αντίστασης μέσα στον καταπιόνα που ζούμε. Φταίμε βέβαια κυρίως κι εμείς οι ίδιοι για την κατάντια μας, μ’ αυτούς που έχουμε εκλέξει και επιλέξει. Έχουμε υποστεί τόσες προσβολές ως λαός και απορώ γιατί δεν αντιδρούμε ακόμα και τώρα. Προσωπικά ήθελα να ασχοληθώ με κάτι ελληνικό. Ο κόσμος ενδιαφέρεται για ειλικρινή και ελληνικό λόγο. Την τρέχουσα σαιζόν μάλιστα παίζονται πέντε παραστάσεις Παπαδιαμάντη. Το ότι ασχολούμαστε πλέον αρκετά με τη χαμένη ελληνικότητα του θεάτρου, την οποία οφείλουμε να ξαναβρούμε, είναι και ένας τρόπος άμυνας. Εγώ δεν θεωρώ ακριβό το θέατρο στην Ελλάδα. Ως Ηθικόν Ακμαιότατον, ανέκαθεν είχαμε προνομιακές τιμές για όλες τις «ειδικές» κατηγορίες θεατών, κάτι που εφαρμόζεται πια ευρύτερα. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το θέατρο δεν είναι το ίδιο με το να δεις σινεμά και τηλεόραση. Το θέατρο έχει το ζωντανό στοιχείο, ο ηθοποιός ιδρώνει δίπλα σου, σε κοιτάζει στα μάτια, σου μιλάει, προσπαθεί ν’ αφουγκραστεί την κάθε κίνηση και έκφρασή σου. Το κοινό είναι «συμπαίκτης», μαζί κάνουμε αυτή τη δουλειά.
Η παράσταση «Ο Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε ερμηνεία Θανάση Σαράντου, είναι διαθέσιμη και ως audiobook στο Apple iTunes Store, από την Pathos Publishing GmbH, σε συνεργασία με την εταιρία θεάτρου Ηθικόν Ακμαιότατον, τιμώντας την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων».
Θανάσης Σαράντος: «Αψβούργος πρίγκιψ σε γυάλινο πύργο ο Υπουργός Πολιτισμού»!
Επί τρία χρόνια μεταμορφώνεται στον ξενιτεμένο Έλληνα που επιστρέφει μετά από χρόνια στην πατρίδα του. Μεταμορφώνεται και στην μνηστή του, που τον περίμενε στωικά. Και στην ηλικιωμένη μητέρα της, στους βιοπαλαιστές συντοπίτες του, στα πιτσιρίκια της Σκιάθου. Ο Θανάσης Σαράντος είναι επί σκηνής ο άνθρωπος-«ορχήστρα», με τους πολλαπλούς ρόλους που ερμηνεύει στην παράσταση «Ο Αμερικάνος», μια θεατρική μεταφορά του ομότιτλου διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Στα τρία χρόνια επιτυχίας της, Έλληνες του εξωτερικού σπεύδουν να την παρακολουθήσουν θέλοντας ν’ ακούσουν την παπαδιαμαντική γλώσσα, σχολεία επισκέπτονται το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για να γνωρίσουν οι μαθητές το έργο του «αγίου των γραμμάτων», αλλά και «απλό» κοινό σε διάφορα μέρη της Ελλάδας γοητεύεται από τη σκηνική μεταφορά του «κλασικού» αυτού ελληνικού έργου. Συναντήσαμε τον πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη της παράστασης σε μια «χριστουγεννιάτικη» βραδιά και μιλήσαμε για το πώς έχει ζήσει αυτή την συμπόρευση με τον Παπαδιαμάντη, αλλά και για το πόσο επίκαιρος φαντάζει «Ο Αμερικάνος» στην εποχή που ζούμε.
Συνέντευξη στην Αργυρώ Σταυρίδη
- Εκτός από «χριστουγεννιάτικο», λόγω χρονικής τοποθέτησης της υπόθεσης, τι άλλους χαρακτηρισμούς θα δίνατε στο διήγημα «Ο Αμερικάνος»;
Μια ιστορία αγάπης και ξενιτιάς. Και κατ’ επέκταση, αποξένωσης και μοναξιάς. Όλα αυτά -ο ξενιτεμός, η σταδιακή αποξένωση και τελικά η απέραντη μοναξιά- είναι τα κυριότερα στάδια της φυγής και του αποχωρισμού από κάτι αγαπημένο. Με μοναδική μαεστρία, καθώς χτίζει σιγά-σιγά την περσόνα του Αμερικάνου, ο Παπαδιαμάντης αποκαλύπτει σταδιακά τον ήρωα. Και στο σημείο ακριβώς όπου έχει κορυφωθεί η απελπισία και η αγωνία του ξένου, δίνει την πολυπόθητη αντιστροφή της εξέλιξης: η λύση του δράματος δίνεται στο πρόσωπο της μαρτυρικής Μελαχρώς, που είναι ακόμα εκεί και τον περιμένει. Το ότι η ιστορία αυτή τοποθετείται χρονικά στη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, έχει ίσως την αιτία του στο ότι, ανέκαθεν, οι μέρες των Χριστουγέννων σήμαιναν αγάπη και επανασύνδεση. Αλλά και αντίστροφα: η αγάπη που επισφραγίζεται με την επανασύνδεση, αυτή είναι που λαμπρύνει ακόμα περισσότερο τις γιορτινές μέρες.
- Ο ξενιτεμένος Έλληνας που επιστρέφει, φαίνεται στους ντόπιους σαν «Αμερικάνος». Πώς βιώνει ο ήρωας αυτή την «κρίση ταυτότητας» και την επιφυλακτικότητα που συναντά;
Τίποτα στον λόγο του Παπαδιαμάντη δεν είναι τυχαίο: πάντοτε, εξυπηρετώντας ένα συγκεκριμένο σκοπό, μεταχειρίζεται άλλοτε την ιδιάζουσα «λόγια» γλώσσα, άλλοτε την εκκλησιαστική υμνογραφία, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και την κοινή καθομιλουμένη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο τίτλος του διηγήματος-που είναι ταυτόχρονα και το μόνιμο «παρατσούκλι» που αποκτά ο ξένος με το που πατά το πόδι του στο νησί, είναι κι αυτό στη ντοπιολαλιά του τόπου: όχι το ουδέτερο «ο Αμερικανός», αλλά το πιο λαϊκό-και αδιόρατα ειρωνικό- «ο Αμερικάνος». Ο τόνος επίτηδες βαλμένος στην παραλήγουσα τονίζει αυτήν ακριβώς την κοροϊδία του κοσμάκη προς αυτόν, τον ουρανοκατέβατο επισκέπτη της παραμονής των Χριστουγέννων που δεν τους μοιάζει σε τίποτα. Δεν παύει ωστόσο να τους προξενεί και κάποιο φόβο το μυστήριο που τον περικλείει. Περισσότερο φόβο προκαλεί και ότι το χρήμα φαίνεται να μην έχει καμιά αξία για τον Αμερικάνο.
- Πόση βαρύτητα έχει για το μήνυμα του έργου ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ήρωας το χρήμα;
Εδώ βλέπουμε πόσο επίκαιρος είναι ο συγγραφέας ειδικά στην δύσκολη οικονομική συγκυρία της εποχής μας. Ο Αμερικάνος απαξιώνει το χρήμα, το σκορπά, δεν το υπολογίζει. Αυτό που τον καίει, είναι ο έρωτας που άφησε για μια καλύτερη τύχη μακριά από τη πατρίδα του. Τον απασχολεί να κάνει «κουβέντα» στη γλώσσα που έχει ξεχάσει. Φαίνεται να καταλαβαίνει τα πάντα από όσα λέγονται γύρω του, όμως αδυνατεί σχεδόν να «κοινωνήσει» τις σκέψεις του: η γλώσσα φαίνεται γι’ αυτόν ένας μηχανισμός χρόνια αχρησιμοποίητος, που τώρα μόλις ξανάρχισε να λειτουργεί. Διπλά ξένος λοιπόν, τόσο ως προς την όψη όσο και ως προς τη γλώσσα. Κι αυτό ίσως είναι και το τραγικότερο σύμπτωμα της σταδιακής αποξένωσης, που προκάλεσε ο μακροχρόνιος αποχωρισμός από την πατρίδα και τους «δικούς» ανθρώπους.
- Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, αν και πολύ προσιτή, είναι «καθαρεύουσα». Κάποια στιγμή ακόμα και οι μεγαλύτεροι συγγραφείς «εκλαϊκεύονται» γλωσσικά για να είναι εύληπτοι. Θα δικαιολογούνταν λοιπόν ποτέ μια γλωσσική «εκλαΐκευσή» του;
Όποιος έχει ασχοληθεί ουσιαστικά με το παπαδιαμαντικό έργο, χωρίς να είναι απαραίτητα ειδικός, όσο περισσότερο διαβάζει και ανακαλύπτει νέους θησαυρούς νοημάτων και αισθημάτων σ’ αυτό το απύθμενο πέλαγος που λέγεται Παπαδιαμάντης, καταλήγει πάντα στο ίδιο στερεότυπο συμπέρασμα: η γλώσσα του κυρ-Αλέξανδρου είναι αδύνατο να ενταχθεί σε καθιερωμένα καλούπια, να περιγραφεί μονολεκτικά. Είναι τρομακτικά ελλιπής, άδικος σχεδόν ο χαρακτηρισμός «καθαρεύουσα». Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δεν είναι καθαρεύουσα - πιο σωστά, δεν είναι μόνο καθαρεύουσα. Είναι ταυτόχρονα καθαρεύουσα, είναι λόγια, λαϊκή, εξειδικευμένη, επιστημονική, τεχνική, θεολογική. Αλλά και υπέροχα «πεζή» όταν χρειάζεται. Έξυπνη, εύστροφη, «περιπαθής» -για να χρησιμοποιήσουμε και μια από τις υπέροχες, περιγραφικότατες εκφράσεις του- αγαπητική, ερωτική. Αν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε οπωσδήποτε μία και μόνη λέξη για να την περιγράψουμε, η μόνη που θα μας επιτρεπόταν ίσως, θα ήταν «ποιητική». Ο Παπαδιαμάντης δεν επιδέχεται καμιά απολύτως επέμβαση, καμιά «εκλαΐκευση». Είναι από μόνος του όσο ακριβώς «λαϊκός» χρειάζεται.
- Στην σύγχρονη εποχή, όπου «καταναλώνουμε» και υιοθετούμε πιο εύκολα ξενόφερτα στοιχεία, σε τι βαθμό πιστεύετε ότι μπορούν να υπάρχουν ακόμα «εθνικές ταυτότητες»; Τι περιεχόμενο και χρησιμότητα δίνετε εσείς σε έναν τέτοιο όρο;
Αν δει κανείς πόση σημασία δίνει ο σύγχρονος Έλληνας στη σπουδαιότητα της δικής του εθνικής ταυτότητας, θα συνειδητοποιήσει πόσο διορατικός ήταν και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης ως κοινωνικός σχολιαστής: ο Νεοέλληνας είναι καταδικασμένος να «πιθηκίζει», να μιμείται συμπεριφορές και εκδηλώσεις εν μέρει ή και ολότελα ξένες προς την αληθινή ουσία της ύπαρξής του. Έχει πλέον απαρνηθεί όλα όσα τον χαρακτήριζαν, του προσέδιδαν μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα. Διέγραψε τον τεράστιο πλούτο της μουσικής του, της παράδοσής του, της γλώσσας του και της ιστορικής του μνήμης, υποκύπτοντας στον ασύγκριτα φτωχότερο δυτικό συγκερασμό. Αλυσοδεθήκαμε στο άρμα της νέας τάξης πραγμάτων και της ασύδοτης ελεύθερης αγοράς και να που καταντήσαμε. Αν νιώθεις κάτι ιδιαίτερο για την πατρίδα σου, μπορεί να σε «αφορίσουν», αλλά προσωπικά δεν με νοιάζει. Δεν θέλω να γίνω ομογενοποιημένος, θέλω να έχω τη δική μου σκέψη, τη δική μου «ταυτότητα». Μπορεί να είναι μια πολύ βαριά κληρονομιά το ερείπιο της Ακρόπολης, αλλά σκέφτομαι ότι θα ήταν ωραίο να κάναμε κι εμείς σήμερα μια αντίστοιχη Ακρόπολη. Είναι τυχαίο που έβαλαν εμάς στο στόχαστρο; Μήπως η ανατροπή θα έπρεπε να ξεκινήσει από εδώ…;
- Στην παρούσα συγκυρία όμως, πολλοί Έλληνες επιθυμούν να μεταναστεύσουν ή έχουν ήδη φύγει, και δεν εκφράζουν την επιθυμία να επιστρέψουν. Ο Αμερικάνος επιστρέφει μετά από χρόνια στον τόπο του για να ξαναβρεί τον έρωτά του και η ιστορία έχει happy end. Αναφορικά με τον πολιτισμό αλλά και γενικότερα, πιστεύετε ότι οι καταστάσεις είναι χειρότερες από το παρελθόν; Δικαιολογούν τόση απαισιοδοξία;
Ο πολιτισμός έχει απαξιωθεί εντελώς στις μέρες μας. Με αφορμή την οικονομική κρίση και το ότι πρέπει να καλύψουμε μόνο τις βασικές ανάγκες, ο πολιτισμός δεν συγκαταλέγεται σε αυτές. Για μένα ο πολιτισμός είναι η απόλυτη βασική ανάγκη. Γιατί να θεωρείται αυτή τη στιγμή ένα είδος πολυτελείας; Δηλαδή έχουμε έρθει σε αυτή τη ζωή για να τρώμε μόνο, να κάνουμε σεξ και να βλέπουμε χαζοσήριαλ; Δεν είναι για να σκεφτούμε, να αισθανθούμε, να έχουμε μια ψυχική ανάταση; Πολύ σωστά έλεγε η Μερκούρη ότι ο πολιτισμός είναι η μόνη μας βιομηχανία, γιατί δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να παραγάγουμε. Δεν δίνονται κίνητρα για να γίνει ο εγχώριος πολιτισμός εξαγώγιμο είδος, ενώ έχουμε πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Γιατί να περιμένω εγώ τον Λιθουανό να έρθει να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο; Εγώ θα μιλήσω και από τη δική μας την πλευρά, των καλλιτεχνών, για έναν Υπουργό Πολιτισμού, έναν «Αψβούργο», έναν «πρίγκιπα σε γυάλινο πύργο που έχει ήδη θρυμματιστεί», ο οποίος απαξιώνει εντελώς οτιδήποτε έχει να κάνει με τον πολιτισμό, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο πολιτισμός μπορεί να φέρει μια αντίσταση, να βάλει τα μυαλά να σκεφτούν. Θα τα κλείσουν όλα, ό,τι παράγει πολιτισμό. Το θεωρώ πρόκληση να έχει μετοχές ένας υπουργός πολιτισμού, κάποιος δηλαδή που διαχειρίζεται πολιτισμό, να έχει ταυτόχρονα τον ελεύθερο χρόνο να τζογάρει!
- Δεν εντοπίζετε δηλαδή καμία διάθεση ανατροπής αυτής της κατάστασης, αν όχι από την πολιτεία, τουλάχιστον από το μέρος του κοινού που δεν έχει αποχαυνωθεί;
Αυτό το νέο ανέβασμα του «Αμερικάνου» μου έδωσε μια αισιοδοξία από την άποψη ότι βρήκε απήχηση σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Η επιλογή να ανεβάσω Παπαδιαμάντη, που είναι και βαθιά πολιτικός, ήταν για μένα και μια μορφή αντίστασης μέσα στον καταπιόνα που ζούμε. Φταίμε βέβαια κυρίως κι εμείς οι ίδιοι για την κατάντια μας, μ’ αυτούς που έχουμε εκλέξει και επιλέξει. Έχουμε υποστεί τόσες προσβολές ως λαός και απορώ γιατί δεν αντιδρούμε ακόμα και τώρα. Προσωπικά ήθελα να ασχοληθώ με κάτι ελληνικό. Ο κόσμος ενδιαφέρεται για ειλικρινή και ελληνικό λόγο. Την τρέχουσα σαιζόν μάλιστα παίζονται πέντε παραστάσεις Παπαδιαμάντη. Το ότι ασχολούμαστε πλέον αρκετά με τη χαμένη ελληνικότητα του θεάτρου, την οποία οφείλουμε να ξαναβρούμε, είναι και ένας τρόπος άμυνας. Εγώ δεν θεωρώ ακριβό το θέατρο στην Ελλάδα. Ως Ηθικόν Ακμαιότατον, ανέκαθεν είχαμε προνομιακές τιμές για όλες τις «ειδικές» κατηγορίες θεατών, κάτι που εφαρμόζεται πια ευρύτερα. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το θέατρο δεν είναι το ίδιο με το να δεις σινεμά και τηλεόραση. Το θέατρο έχει το ζωντανό στοιχείο, ο ηθοποιός ιδρώνει δίπλα σου, σε κοιτάζει στα μάτια, σου μιλάει, προσπαθεί ν’ αφουγκραστεί την κάθε κίνηση και έκφρασή σου. Το κοινό είναι «συμπαίκτης», μαζί κάνουμε αυτή τη δουλειά.
Η παράσταση «Ο Αμερικάνος» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε ερμηνεία Θανάση Σαράντου, είναι διαθέσιμη και ως audiobook στο Apple iTunes Store, από την Pathos Publishing GmbH, σε συνεργασία με την εταιρία θεάτρου Ηθικόν Ακμαιότατον, τιμώντας την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων».
Απευθείας σύνδεσµος: