«Κουαρτέτο» του Χάινερ Μύλλερ στο Από Μηχανής Θέατρο

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

12/10/16

1. Μιλήστε μας για την προσωπική σας συνάντηση με τον Παπαδιαμάντη και το έργο του...
Η πρώτη μου ενασχόληση  με το έργο του ξεκινά από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όπου και πρωτοδιάβασα τον «Αμερικάνο». Με γοήτευσε αμέσως η γραφή του και το μυστήριο που περιέβαλε τον κόσμο του λιγομίλητου ήρωα, του Τζων Στόθισον , του Γιάννη Μοθωνιού, καθώς περιδιαβαίνει τα σκοτεινά σοκάκια  και την προβλήτα του λιμανιού,  μια παγωμένη  χριστουγεννιάτικη νύχτα,. Μπορούσα ν’ ακούσω τα αβέβαια βήματά του, να νοιώσω την πονεμένη του ψυχή  και την αγάπη του για την πατρίδα που τόσο νοσταλγούσε. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναπέσει στα χέρια μου  αυτό το μικρό αριστούργημα όταν επιχείρησα, το 2009,  την θεατρική του μεταφορά με τον πιο λιτό τρόπο αφού άλλωστε δεν υπήρχαν ποτέ έτσι και αλλιώς οικονομικές δυνατότητες για την θεατρική μας ομάδα. Η μετάδοση της εξαίσιας και θεατρικής γλώσσας του Παπαδιαμάντη ήταν το μεγάλο στοίχημα που όπως φάνηκε και στην μετέπειτα επιτυχημένη πορεία της παράστασης κερδήθηκε, αφού η παράσταση ταξίδεψε σ’ όλη την Ελλάδα με πάνω από 30.000 θεατές επί επτά χρόνια.


2. Και ο “Αμερικάνος” επιλέχθηκε γιατί περιέχει σημερινά πάθη και καημούς που έχουν σχέση με την οικονομική και την ευρύτερη κρίση που μαστίζει την χώρα και τον κόσμο;
Με ενδιέφερε πάντα αυτή η παρηγορητική ματιά του Παπαδιαμάντη  προς τους καταφρονεμένους και τους ταλαιπωρημένους της ζωής. Με αφορούσε όντας ο ίδιος ως μετανάστης για πρώτη φορά στην Αμερική στα δεκαεννιά μου όπου βίωσα έγνοιες και δυσκολίες  μακριά από την Ελλάδα. Γνώριζα από πρώτο χέρι αυτό το συναίσθημα του ανθρώπου που αναγκάζεται να ξενιτευτεί για να επιβιώσει. Ο “Αμερικάνος”  είναι ο απανταχού μετανάστης, ο πρόσφυγας που ζητά άσυλο, ο απόκληρος της κάθε κοινωνίας, της  κάθε εποχής. Ίσως αυτό με ώθησε να ταυτιστώ κατά μια έννοια με τον ήρωα  του «Αμερικάνου».
Ας φανταστούμε λίγο αυτόν τον  άνθρωπο,  τον Γιάννη  τον Μοθωνιό,  λείπει  επί 25 χρόνια από τον τόπο του την Σκιάθο, τα πάντα έχουν αλλάξει, οι γονείς του πέθαναν, το σπίτι του έγινε ρημάδι, τη γλώσσα του την έχει σχεδόν ξεχάσει . Αυτό το αίσθημα του πόνου να επιστρέφεις στην πατρίδα σου και να μην σε περιμένει κανείς ήταν ίσως ο και ο μεγαλύτερος λόγος ν’ ασχοληθώ με τον συγγραφέα. Με την πρόσφατη κρίση το διήγημα είναι άκρως  επίκαιρο με τόσους νέους Έλληνες που ξενιτεύονται όλα αυτά τα χρόνια.  Ήταν το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα του 19ου αιώνα προς την Αμερική που ώθησε τον ταπεινό Σκιαθίτη συγγραφέα να γράψει αυτό το διήγημα το 1891 και που όμως συνεχίζεται ως και σήμερα. «Ο Αμερικάνος» παραμένει μια παραβολή για τον νόστο της πατρίδας του κάθε ανθρώπου και σε κάθε εποχή. Άλλωστε αυτός είναι και ο ρόλος στην παράστασης, διεκδικεί την ύπαρξή της στο παρόν, όσο οδυνηρό και αν είναι αυτό.


3. Πώς πιστεύετε πως ο Παπαδιαμάντης λύνει ή αντιμετωπίζει τις δύσκολες αυτές καταστάσεις και τα προβλήματα;
O κυρ-Αλέξανδρος είναι ιδιαίτερα καυστικός και οξύτατος σχολιαστής της πολιτικής κατάστασης της εποχής όταν του δινόταν η ευκαιρία μέσα από τα γραπτά του. Ο πολιτικός λόγος του είναι επίκαιρος όσο ποτέ για τους... εμπόρους των εθνών, για τους ανάλγητους κι ανεύθυνους πολιτικούς μας.
 Παραθέτω μερικά  αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα του πολιτικότατου Παπαδιαμάντη:
«…Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν...» ( Έμποροι των Εθνών)
«…Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς…» (Οι Χαλασοχώρηδες).
«Συλλογίζομαι πώς θα τα πληρώσουμε, τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το Εθνος!» (Ολόγυρα στη λίμνη).
«...Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος …» (Εφημερίς “Ακρόπολις”, 1 Ιαν. 1896)


4. Πώς συλλάβατε τη σκηνική παρουσίαση του έργου; Πώς ήταν στην αρχή του ανεβάσματος του έργου και πως λειτουργείται σήμερα;
Με ένα πιάνο, μια βαλίτσα,  κάποιους φωτισμούς  και 3 ασπρόμαυρες φωτογραφίες που προβάλλονται σε ένα τοίχο και φυσικά με το προσωπικό αλφάβητο της εξαίσιας παπαδιαμαντικής γραφής που πηγάζει από τον ανεξάντλητο πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Μαζί μου το 2009 όπου ανέβηκε για πρώτη φορά  ήταν επί σκηνής ο μουσικός μου συνεργάτης, ο συνθέτης Λάμπρος Πηγούνης, σ’ ένα θεατράκι των 40 θέσεων, στο Άλεκτον, κάπου στο Μεταξουργείο της Αθήνας.  Εκεί δοκιμάσαμε να δώσουμε πνοή στον κόσμο του Σκιαθίτη συγγραφέα, στα βάσανα και τα πάθια των ηρώων του. Η αυθεντική μουσική της παράστασης θ’ αποδοθεί στο ΚΘΒΕ από τον Θεσσαλονικιό μουσικό Γιώργο Τζιαφέττα.  Έχω την αίσθηση ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά στη σκηνοθεσία από τότε. Νομίζω ότι υπάρχει περισσότερη κατανόηση στην απόδοση του παπαδιαμαντικού κειμένου που είναι πραγματικά πρόκληση για κάθε ερμηνευτή αφού ανακαλύπτω συνέχεια νέα στοιχεία ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.


5. Ο Παπαδιαμάντη τηρουμένων πάντα των αναλογιών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα τραγωδός; Πιστεύετε πώς η αρχαιοελληνική κάθαρση επιτυγχάνεται στη ψυχή του θεατή;
Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιαματικός και θωπευτικός στην ψυχή του θεατή. Ο κοσμοκαλόγερος συγγραφέας στρέφει ευσπλαχνικά το βλέμμα του στους αδύναμους, στους μοναχικούς , στους απόκληρους.  Μιλάει για το Θεό, για τον άνθρωπο και για τη φύση.  «Με λίγες γραμμές ορίζει και τα κτίσματα και την ψυχή και τη φύση του Έλληνα», αναφέρει ο Ελύτης στο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζοντας την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του. Το ιδιαίτερο χιούμορ του υπάρχει πάντα αλλά  σε μικρές λεπτομέρειες, σε λεπτές αποχρώσεις, σε αδιόρατες κινήσεις και περνά σαν ελαφρύ αεράκι πάνω και από τις πιο δραματικές σκηνές, προσφέροντας παραμυθία. Η τρυφερότητα του λόγου του και το  μήνυμα της αγάπης αφήνει πάντα στον θεατή μια αίσθηση χαρμολύπης και αισιοδοξίας για την ζωή.


6. Και στον ηθοποιό; Δικαιούται να λάβει μέρος ως αντίδωρο στην “κάθαρση” αυτή; Πώς τελειώνετε, ψυχικά βέβαια, το έργο;
Φυσικά, διηγούμαι άλλωστε την ιστορία μαζί με τους θεατές. Είναι πράγματι λυτρωτικό στην τελευταία σκηνή όταν ξεδιαλύνεται ο μύθος και η ταυτότητα του ήρωα Αμερικάνου . Η κλιμάκωση της ιστορίας και της δραματικής κορύφωσης  είναι πραγματικά σπαραχτική.
«…Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικασαετίας απών (...) επανευρίσκει ηλικιωθείσαν, αλλ' ακμαίαν ακόμη την πιστήν του μνηστήν…»
Το ταξίδι του Αμερικάνου μπορεί να εννοηθεί και ως ταξίδι συμβολικό, προς τον εαυτό μας, προς τη  βαθύτερη ουσία μας.


7. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο στρατηγός Μακρυγιάννης που συναντούνται; Γιατί και πώς πρέπει να τους συναντήσουμε εμείς στις μέρες μας;
Είναι οι δυο μεγάλοι τραγικοί του νεοελληνισμού αλλά και με Θεό μαζί.  Και οι δύο κινούνται ευλαβώς μέσα στο μεγάλο σώμα της ρωμιοσύνης και παραμένουν επίκαιροι  γιατί ο λόγος τους είναι λόγος υπεράσπισης μιας  εθνικής ταυτότητας που, ανάλογα, συνεχίζει ν’ αμύνεται σθεναρά ενώ βάλλεται από παντού αφού καλείται να συγχωνευτεί σ’ ένα εσπεράντο και παγκοσμιοποιημένο  «ευρωπαϊκό» πολιτισμό που αποθεώνει τα οικονομικά συμφέροντα των λίγων.
Για μένα η παρουσίασή τους είναι μια πράξη αντίστασης σε όσα δραματικά βιώνουμε τόσα χρόνια. Και τα δύο κείμενα διαποτίζονται από τον  γνήσιο, αληθινό και πάνω από όλα τον ελληνικό λόγο που τόσο ανάγκη έχουμε ν’ ακούσουμε σήμερα. Και δύο γράφουν «γυμνή»  την αλήθεια, και οι δύο συγγραφείς αντιτάσσονται  στην ξενομανία και τον  πιθηκισμό. Ο Μακρυγιάννης λέει κάπου  στα Απομνημονεύματά του: “…γεμίσαμε πιανοφόρτια και κιθάρες και οι δανειστές  ζητούν τα χρήματά τους…»