(28/12/10)
Ο Θανάσης Σαράντος στο elculture
«Ο Παπαδιαμάντης με ταρακούνησε»
Κείμενο: Αγγελική Καρυστινού
http://elc.artnsports.gr/elcblog/article/thanasis-sarantos-40455
Γιατί επέλεξες σήμερα να ανεβάσεις τον «Αμερικάνο» του Παπαδιαμάντη;
Καταρχάς, πρέπει να πω ότι ο Παπαδιαμάντης με ταρακούνησε. Ο «Αμερικάνος» είναι ένα κείμενο του 1891. Ο Παπαδιαμάντης ήταν δημοσιογράφος και δημοσίευε στην εφημερίδα «Το Άστυ» ανήμερα των Χριστουγέννων χριστουγεννιάτικα διηγήματα- ένα από αυτά ήταν και ο «Αμερικάνος». Είχε τόση επιτυχία που αναδημοσιεύτηκε και την επόμενη μέρα. Η ιστορία έχει να κάνει με έναν Έλληνα μετανάστη στην Αμερική, που έχει χάσει κάθε επαφή με τον τόπο του, τη Σκιάθο,και την επιστροφή στην πατρίδα για να βρει το μεγάλο του έρωτα... Είναι ένας φόρος τιμής στους Έλληνες μετανάστες. Ο συγκεκριμένος ήρωας δούλευε ως επιστάτης σε φυτείες, οι Έλληνες τότε έκαναν τη δουλειά σκλάβων, πολλοί χάθηκαν κιόλας στην Αμερική. Αυτός βέβαια είχε βγάλει χρήματα. Η έννοια της μετανάστευσης με κέντρισε, γιατί κι εγώ με έναν τρόπο ήμουν μετανάστης 4 χρόνια στην Αμερική και στο Βερολίνο όπου σπούδαζα. Εκείνα τα χρόνια αισθάνθηκα τι σημαίνει νόστος. Το άλλο θέμα του κειμένου, είναι ο ιδανικός έρωτας. Αυτός αγαπούσε μια γυναίκα και γύρισε για να τη βρει, χωρίς να ξέρει αν αυτή τον περιμένει. Τελικά έχει happy end η ιστορία… Ο ήρωας είναι λίγο σαν Οδυσσέας: περιπλανήθηκε, ταξίδεψε και γυρνάει πίσω στην Πηνελόπη του. Φυσικά η γλαφυρή και απαστράπτουσα γλώσσα του κειμένου με μάγεψε. Είναι ένα διήγημα που έχει εισχωρήσει σε μεγάλος βάθος. Δεν θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα ότι ο Παπαδιαμαντής είναι ο δικός μας Ντοστογιέφσκι. Ο ίδιος μάλιστα διάβαζε και μετέφραζε Ντοστογιέφσκι. Το παραγνωρίζουμε αυτό. Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αδιαφορούσε για τη δόξα και όλα αυτά, ήταν πολύ λιτός. Δεν ήθελε, δεν επιζητούσε τη δημοσιότητα, δεν ήθελε καν να τον φωτογραφίζουν. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που ασχολήθηκα με το έργο του. Ο Παπαδιαμάντης είναι τόσο κόντρα με τη δική μας εποχή του φαίνεσθαι, που το διάβασμα και μόνο του έργου του μου έφερε μια ηρεμία μέσα μου. Δεν ξεκίνησα για να κάνω παράσταση, ξεκίνησα μελετώντας αυτό τον σπουδαίο συγγραφέα, μετά ήρθαν όλα τα υπόλοιπα.
Τι είναι τελικά αυτό που λέμε πατρίδα;
Για μένα πατρίδα είναι η γλώσσα μου. Ο ήρωας νοσταλγεί τη γλώσσα του. Ένας άνθρωπος που ζει μακριά από τη χώρα του τη νοσταλγεί. Γιατί είναι δύσκολο να εκφραστείς σε μια άλλη γλώσσα. Βέβαια, όπου γης και πατρίς. Τώρα, σε αυτή την εποχή που το χρήμα δημιουργεί πατρίδες, μπορεί κάποιος να νιώσει πολίτης του κόσμου. Και ειδικά σε αυτή την κατάσταση που έχουν ονομάσει κρίση και δεν ξέρω σε τι κρίση θα μας οδηγήσει, νιώθω την ανάγκη να υπάρξει ο δικός μας πολιτισμός. Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με ένα τέτοιο κείμενο. Τα ελληνικά κείμενα είναι πολύ σημαντικά για το θέατρο, είναι μια εικόνα της δικής μας κοινωνίας, του τι σκεφτόμαστε. Και υπάρχουν και σύγχρονοι συγγραφείς που το αναδεικνύουν αυτό, και πιάνουν τον παλμό, όπως ο Δήμου, οι αδερφοί Κούφαλη, ο Σερέφας, ο Κατσικονούρης.. Εμένα η ανάγκη μου είναι να βρω τέτοια κείμενα. Και έχει φανεί ότι ελληνικά κείμενα μπορούν να γίνουν και εμπορικές επιτυχίες. "Το δείπνο της Ιοκάστης",ας πούμε, έπιασε τον παλμό της εποχής, πέρα από το γεγονός ότι έπαιζε μια σπουδαία ηθοποιός, η Σοφία Φιλιππίδου.
Μου είπες ότι ο ήρωας ψάχνει τον ιδανικό του έρωτα. Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει αυτό το ιδανικό που περιγράφει η τέχνη;
Νομίζω ότι το ιδανικό συμπυκνώνεται σε μια στιγμή που έχει ζήσει ο καθένας μας και θα την κουβαλάει μέχρι την τελευταία του πνοή. Βέβαια, στην τέχνη που μεγεθύνει τη ζωή μπορεί να υπάρξει ιδανικός έρωτας. Πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξουν ζευγάρια που ζουν τον ιδανικό έρωτα κάποια στιγμή, αλλά δεν ξέρω αν αυτό διαρκεί. Μακάρι να υπάρχουν τέτοια ζευγάρια… Δεν ξέρω…
Πώς ξεπερνάς την αφηγηματικότητα του κειμένου και του προσδίδεις θεατρική διάσταση;
Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τη γλώσσα της εποχής του, αλλά έχει απίστευτη θεατρικότητα, έχει ακτινογραφήσει την ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Εγώ παίζω όλα τα πρόσωπα με πολύ απλά μέσα: με ένα κασκόλ που γίνεται και μαντήλι, για παράδειγμα. Παίζω τα πρόσωπα, αλλά δεν ταυτίζομαι με τους ήρωες, μέσα από την αφήγηση ζωντανεύουν επί σκηνής όλα τα πρόσωπα του κειμένου. Σε αυτό βοηθάει και η μουσική του Λάμπρου του Πηγούνη που παίζει ζωντανά πιάνο. Το πιάνο επίσης γίνεται πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή, ο Λάμπρος παίζει και ηλεκτρονική μουσική από ένα λάπτοπ και έτσι αναπλάθουμε την ιστορία: ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, γιατί ήρθε, ποια είναι τα χαλάσματα του σπιτιού του…
Σε δυσκόλεψε η γλώσσα του Παπαδιαμάντη;
Ναι, η εκμάθηση της γλώσσας ήταν από τα πιο δύσκολα στάδια. Δε σε παίρνει να ξεφύγεις από το κείμενο, είναι σαν παρτιτούρα. Δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτα, είναι τόσο μουσικό αυτό το κείμενο. Μέσα από αυτό ο Παπαδιαμάντης περνάει όλο του το είναι, ακόμα και την πολιτική του άποψη. Με μια λέξη μόνο μιλάει για την εποχή του. Η Ελλάδα τότε ήταν σε ορισμένες περιοχές υπό την κατοχή των Τούρκων και ο Παπαδιαμάντης γίνεται και χρονογράφος της εποχής του. Έπρεπε να καταλάβω τι συνέβαινε τότε, αλλά κυρίως ήθελα να βρω τι είναι σημερινό: και σημερινό είναι οι σχέσεις των ανθρώπων.
Σκηνοθετείς παίζεις και έχεις και μάλιστα ένα μονόλογο… Τρεις δυσκολίες σε μια παράσταση...
Ναι, ακριβώς… Εγώ βασικά ασχολούμαι με το λόγο. Και για μενα αυτό είναι το σημαντικό στο θέατρο: οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες είναι δίαυλοι για να περάσει το κείμενο στο θεατή. Και όταν λέω λόγο, εννοώ τη σκέψη που υπάρχει πίσω από τις λέξεις, όχι μόνο αυτό που ακούγεται. Ο λόγος είναι σαν ένα παγόβουνο και πίσω του κρύβονται πολλά πράγματα. Θα ήθελα βέβαια να βλέπω τον εαυτό μου την ώρα που παίζω, αλλά νομίζω ότι ο κάθε ηθοποιός έχει ένα τρίτο μάτι. Η δική μου οπτική πάνω στο κείμενο ήταν ότι δεν ήθελα να κρυφτώ από το κοινό. Γι’ αυτό και πολλές φορές του απευθύνομαι. Ως πρόθεση έχω να περάσω το κείμενο, χωρίς να το κάνω νια-νια. Θεωρώ ότι οι θεατές είναι συμπαίκτες μου με έναν τρόπο.
Έχεις ένα κινηματογραφικό παρελθόν. Χρησιμοποιείς τεχνικές του σινεμά στην παράσταση;
Όχι καθόλου. Μπήκα στον πειρασμό αρχικά, αλλά όχι. Τρεις φωτογραφίες μόνο υπάρχουν. Στο Άλεκτον που πρωτοπαίξαμε είχαμε slides. Σαν ένα φόρο τιμής στις απαρχές του κινηματογράφου. Και με την ευκαιρία θέλω να πω ότι και το ίδρυμα Κακογιάννης είναι ένας χώρος που στηρίζει τον πειραματισμό και τους νέους δημιουργούς. Και μάλιστα είναι ένας χώρος πολύ ωραίος, γιατί συνήθως το πειραματικό συνδέεται με βρώμικα μέρη και παρακμή. Είναι σημαντικό που ένα τόσο ωραίο ίδρυμα δίνει βήμα σε νέους δημιουργούς και μακάρι να συνεχίσει έτσι.
Τώρα για τον κινηματογράφο, είναι επικίνδυνη κουβέντα που σε επικίνδυνους δρόμους θα μας οδηγήσει. Εμένα όμως μου αρέσουν περισσότερο τα στενά δρομάκια από τις λεωφόρους, γιατί στα στενά δρομάκια μπορείς να ανταλλάξεις και ένα βλέμμα με τον περαστικό απέναντι, στη λεωφόρο με ποιον να ανταλλάξεις; Με την νταλίκα; (γέλια) Ναι, τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικος κινηματογράφος γνωρίζει μια τρομερή άνθηση. Η ταινία του Λάνθιμου, ας πούμε, ήταν εξαιρετική, γιατί αποτύπωσε την πραγματικότητά μας με αυτή την παραβολή της ψευτοχλιδής που αποδεικνύεται τελικά απόλυτα φασιστική. Αυτό, αν το σκεφτείς, ζούσαμε τόσα χρόνια. Δεν είναι παρήγορο που κάποιος τολμάει και σου δείχνει ποιος είσαι; Επιτελούς κάποιοι αναγνωρίζουν την πραγματικότητα... Αυτές οι ταινίες έχουν μια διάθεση να δείξουν ποιοι είμαστε πραγματικά, γι’ αυτό και ο κόσμος θέλει να τις δει. Μέχρι στιγμής ζούσαμε μια ψεύτικη πραγματικότητα: των Ολυμπιακών αγώνων, του ψευτοσόου και του αντιγραμμένου. Λέει ο Θόδωρος Τερζόπουλος όμως: «Άλλο το Αρμάνι από το Μιλάνο, άλλο το Αρμάνι από το Αιγάλεω» (γέλια). Δεν είναι κακό να βγάλεις το ζιβάγκο για το Αρμάνι, αλλά πρέπει να ξέρεις να το φοράς. Βέβαια, εμείς ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει το μετεμφυλιακό σύνδρομο, να είμαστε δηλαδή όλοι μαζί.
Αν έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξεις ανάμεσα στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία, τι θα διάλεγες;
Νομίζω ότι θα με ενδιέφερε να παίζω περισσότερο. Άλλωστε ως ηθοποιός ξεκίνησα, ίσως βέβαια κατάλαβα αργά πόσο πιο πολύ μου αρέσει να παίζω.
Γιατί λες αργά;
Έμπαινα στη διαδικασία να φτιάξω κάτι δικό μου, έναν δικό μου κόσμο και να έχω την ευθύνη του. Αλλά ανακάλυψα ότι πάντα μπορείς να έχεις τον κόσμο σου, ακόμα και παίζοντας. Πρέπει όμως εσύ να προσφέρεσαι και να υπάρχεις εκατό τοις εκατό σε αυτό που κάνεις. Πέρσι στο «Γάλα» , με την Άννα τη Βαγενά, επίσης είχα την ευκαιρία να πάω περιοδεία σε πολλά μέρη στην Ελλάδα. Και κατάλαβα πόσο αθώο και γνήσιο είναι το κοινό της επαρχίας και πόσο καθαρά αντιδρούσε σε αυτό που έβλεπε. Ίσως το κοινό της Αθήνας να είναι και κάπως…
Καθοδηγούμενο;
Ευχαριστώ που βοηθάς. Ναι, αλλά νομίζω ότι ο κόσμος έχει ευθύνη, πρέπει να ελέγχει τι του σερβίρουν. Πόσα συμφέροντα και πόσες εξυπηρετήσεις μπορούν να υπάρξουν για να γίνει κάποιος ταμπλόιντ...
Σε αγχώνει η κρίση; Πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το θέατρο;
Νομίζω ότι η κρίση είναι κάπως πλασματική, απλώς κάποιοι πλούσιοι αποφάσισαν να γίνουν πλουσιότεροι. Το σύστημα δεν αντέχει άλλο, πρέπει να το αντικαταστήσουμε πριν μας αντικαστήσουν. Νομίζω ότι το θέατρο η κρίση το επηρεάζει θετικά. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, για παράδειγμα, άνθισαν είδη, διασκεδαστικά μεν με πολιτικό χρώμα όμως, όπως το βαριετέ ή το καμπαρέ. Νομίζω ότι ο κόσμος θέλει να δει μέσα από την τέχνη πού είναι το πρόβλημα. Η τέχνη δε δίνει λύσεις, θέτει όμως ερωτήματα. Εγώ προσωπικά πάντα σε κακές συνθήκες ζούσα: ποτέ δεν πήρα επιχορήγηση παρά μια φορά, ποτέ δεν ήμουν στα κρατικά και στα φεστιβάλ- μια παράσταση έχω κάνει μόνο στο Εθνικό- αλλά το ηθικόν ακμαιότατο. Δε σβήνει αυτή η μικρή φλόγα που έχω μέσα μου και να σου πω: ένας καλλίτεχνης δεν μπορεί να είναι τροφαντός. Θα ήθελα βέβαια να πηγαίνω ταξίδια, αλλά προσπαθώ να ταξιδέψω μέσα από το κείμενα ..
Μετάνιωσες ποτέ που πήρες αυτό το δρόμο;
Όχι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Δοκίμασα, αλλά δεν…
Ένα μεγάλο σου όνειρο;
Να είμαστε όλοι καλά. Με ενδιαφέρει περισσότερο το παρόν… Θα ήθελα βέβαια ένα παιδί ίσως… Και για να μην πάω μακριά: θα ήθελα να έρθει κόσμος να δει την παράσταση και να πάω και μια περιοδεία στην Ελλάδα… Και αφού κλείσει αυτός ο κύκλος να αρχίσει κάτι άλλο...
Σε ευχαριστώ.
Κι εγώ.
Ο Θανάσης Σαράντος στο elculture
«Ο Παπαδιαμάντης με ταρακούνησε»
Κείμενο: Αγγελική Καρυστινού
http://elc.artnsports.gr/elcblog/article/thanasis-sarantos-40455
Γιατί επέλεξες σήμερα να ανεβάσεις τον «Αμερικάνο» του Παπαδιαμάντη;
Καταρχάς, πρέπει να πω ότι ο Παπαδιαμάντης με ταρακούνησε. Ο «Αμερικάνος» είναι ένα κείμενο του 1891. Ο Παπαδιαμάντης ήταν δημοσιογράφος και δημοσίευε στην εφημερίδα «Το Άστυ» ανήμερα των Χριστουγέννων χριστουγεννιάτικα διηγήματα- ένα από αυτά ήταν και ο «Αμερικάνος». Είχε τόση επιτυχία που αναδημοσιεύτηκε και την επόμενη μέρα. Η ιστορία έχει να κάνει με έναν Έλληνα μετανάστη στην Αμερική, που έχει χάσει κάθε επαφή με τον τόπο του, τη Σκιάθο,και την επιστροφή στην πατρίδα για να βρει το μεγάλο του έρωτα... Είναι ένας φόρος τιμής στους Έλληνες μετανάστες. Ο συγκεκριμένος ήρωας δούλευε ως επιστάτης σε φυτείες, οι Έλληνες τότε έκαναν τη δουλειά σκλάβων, πολλοί χάθηκαν κιόλας στην Αμερική. Αυτός βέβαια είχε βγάλει χρήματα. Η έννοια της μετανάστευσης με κέντρισε, γιατί κι εγώ με έναν τρόπο ήμουν μετανάστης 4 χρόνια στην Αμερική και στο Βερολίνο όπου σπούδαζα. Εκείνα τα χρόνια αισθάνθηκα τι σημαίνει νόστος. Το άλλο θέμα του κειμένου, είναι ο ιδανικός έρωτας. Αυτός αγαπούσε μια γυναίκα και γύρισε για να τη βρει, χωρίς να ξέρει αν αυτή τον περιμένει. Τελικά έχει happy end η ιστορία… Ο ήρωας είναι λίγο σαν Οδυσσέας: περιπλανήθηκε, ταξίδεψε και γυρνάει πίσω στην Πηνελόπη του. Φυσικά η γλαφυρή και απαστράπτουσα γλώσσα του κειμένου με μάγεψε. Είναι ένα διήγημα που έχει εισχωρήσει σε μεγάλος βάθος. Δεν θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα ότι ο Παπαδιαμαντής είναι ο δικός μας Ντοστογιέφσκι. Ο ίδιος μάλιστα διάβαζε και μετέφραζε Ντοστογιέφσκι. Το παραγνωρίζουμε αυτό. Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αδιαφορούσε για τη δόξα και όλα αυτά, ήταν πολύ λιτός. Δεν ήθελε, δεν επιζητούσε τη δημοσιότητα, δεν ήθελε καν να τον φωτογραφίζουν. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που ασχολήθηκα με το έργο του. Ο Παπαδιαμάντης είναι τόσο κόντρα με τη δική μας εποχή του φαίνεσθαι, που το διάβασμα και μόνο του έργου του μου έφερε μια ηρεμία μέσα μου. Δεν ξεκίνησα για να κάνω παράσταση, ξεκίνησα μελετώντας αυτό τον σπουδαίο συγγραφέα, μετά ήρθαν όλα τα υπόλοιπα.
Τι είναι τελικά αυτό που λέμε πατρίδα;
Για μένα πατρίδα είναι η γλώσσα μου. Ο ήρωας νοσταλγεί τη γλώσσα του. Ένας άνθρωπος που ζει μακριά από τη χώρα του τη νοσταλγεί. Γιατί είναι δύσκολο να εκφραστείς σε μια άλλη γλώσσα. Βέβαια, όπου γης και πατρίς. Τώρα, σε αυτή την εποχή που το χρήμα δημιουργεί πατρίδες, μπορεί κάποιος να νιώσει πολίτης του κόσμου. Και ειδικά σε αυτή την κατάσταση που έχουν ονομάσει κρίση και δεν ξέρω σε τι κρίση θα μας οδηγήσει, νιώθω την ανάγκη να υπάρξει ο δικός μας πολιτισμός. Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με ένα τέτοιο κείμενο. Τα ελληνικά κείμενα είναι πολύ σημαντικά για το θέατρο, είναι μια εικόνα της δικής μας κοινωνίας, του τι σκεφτόμαστε. Και υπάρχουν και σύγχρονοι συγγραφείς που το αναδεικνύουν αυτό, και πιάνουν τον παλμό, όπως ο Δήμου, οι αδερφοί Κούφαλη, ο Σερέφας, ο Κατσικονούρης.. Εμένα η ανάγκη μου είναι να βρω τέτοια κείμενα. Και έχει φανεί ότι ελληνικά κείμενα μπορούν να γίνουν και εμπορικές επιτυχίες. "Το δείπνο της Ιοκάστης",ας πούμε, έπιασε τον παλμό της εποχής, πέρα από το γεγονός ότι έπαιζε μια σπουδαία ηθοποιός, η Σοφία Φιλιππίδου.
Μου είπες ότι ο ήρωας ψάχνει τον ιδανικό του έρωτα. Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρξει αυτό το ιδανικό που περιγράφει η τέχνη;
Νομίζω ότι το ιδανικό συμπυκνώνεται σε μια στιγμή που έχει ζήσει ο καθένας μας και θα την κουβαλάει μέχρι την τελευταία του πνοή. Βέβαια, στην τέχνη που μεγεθύνει τη ζωή μπορεί να υπάρξει ιδανικός έρωτας. Πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξουν ζευγάρια που ζουν τον ιδανικό έρωτα κάποια στιγμή, αλλά δεν ξέρω αν αυτό διαρκεί. Μακάρι να υπάρχουν τέτοια ζευγάρια… Δεν ξέρω…
Πώς ξεπερνάς την αφηγηματικότητα του κειμένου και του προσδίδεις θεατρική διάσταση;
Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί τη γλώσσα της εποχής του, αλλά έχει απίστευτη θεατρικότητα, έχει ακτινογραφήσει την ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Εγώ παίζω όλα τα πρόσωπα με πολύ απλά μέσα: με ένα κασκόλ που γίνεται και μαντήλι, για παράδειγμα. Παίζω τα πρόσωπα, αλλά δεν ταυτίζομαι με τους ήρωες, μέσα από την αφήγηση ζωντανεύουν επί σκηνής όλα τα πρόσωπα του κειμένου. Σε αυτό βοηθάει και η μουσική του Λάμπρου του Πηγούνη που παίζει ζωντανά πιάνο. Το πιάνο επίσης γίνεται πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή, ο Λάμπρος παίζει και ηλεκτρονική μουσική από ένα λάπτοπ και έτσι αναπλάθουμε την ιστορία: ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, γιατί ήρθε, ποια είναι τα χαλάσματα του σπιτιού του…
Σε δυσκόλεψε η γλώσσα του Παπαδιαμάντη;
Ναι, η εκμάθηση της γλώσσας ήταν από τα πιο δύσκολα στάδια. Δε σε παίρνει να ξεφύγεις από το κείμενο, είναι σαν παρτιτούρα. Δεν μπορείς να αφαιρέσεις τίποτα, είναι τόσο μουσικό αυτό το κείμενο. Μέσα από αυτό ο Παπαδιαμάντης περνάει όλο του το είναι, ακόμα και την πολιτική του άποψη. Με μια λέξη μόνο μιλάει για την εποχή του. Η Ελλάδα τότε ήταν σε ορισμένες περιοχές υπό την κατοχή των Τούρκων και ο Παπαδιαμάντης γίνεται και χρονογράφος της εποχής του. Έπρεπε να καταλάβω τι συνέβαινε τότε, αλλά κυρίως ήθελα να βρω τι είναι σημερινό: και σημερινό είναι οι σχέσεις των ανθρώπων.
Σκηνοθετείς παίζεις και έχεις και μάλιστα ένα μονόλογο… Τρεις δυσκολίες σε μια παράσταση...
Ναι, ακριβώς… Εγώ βασικά ασχολούμαι με το λόγο. Και για μενα αυτό είναι το σημαντικό στο θέατρο: οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες είναι δίαυλοι για να περάσει το κείμενο στο θεατή. Και όταν λέω λόγο, εννοώ τη σκέψη που υπάρχει πίσω από τις λέξεις, όχι μόνο αυτό που ακούγεται. Ο λόγος είναι σαν ένα παγόβουνο και πίσω του κρύβονται πολλά πράγματα. Θα ήθελα βέβαια να βλέπω τον εαυτό μου την ώρα που παίζω, αλλά νομίζω ότι ο κάθε ηθοποιός έχει ένα τρίτο μάτι. Η δική μου οπτική πάνω στο κείμενο ήταν ότι δεν ήθελα να κρυφτώ από το κοινό. Γι’ αυτό και πολλές φορές του απευθύνομαι. Ως πρόθεση έχω να περάσω το κείμενο, χωρίς να το κάνω νια-νια. Θεωρώ ότι οι θεατές είναι συμπαίκτες μου με έναν τρόπο.
Έχεις ένα κινηματογραφικό παρελθόν. Χρησιμοποιείς τεχνικές του σινεμά στην παράσταση;
Όχι καθόλου. Μπήκα στον πειρασμό αρχικά, αλλά όχι. Τρεις φωτογραφίες μόνο υπάρχουν. Στο Άλεκτον που πρωτοπαίξαμε είχαμε slides. Σαν ένα φόρο τιμής στις απαρχές του κινηματογράφου. Και με την ευκαιρία θέλω να πω ότι και το ίδρυμα Κακογιάννης είναι ένας χώρος που στηρίζει τον πειραματισμό και τους νέους δημιουργούς. Και μάλιστα είναι ένας χώρος πολύ ωραίος, γιατί συνήθως το πειραματικό συνδέεται με βρώμικα μέρη και παρακμή. Είναι σημαντικό που ένα τόσο ωραίο ίδρυμα δίνει βήμα σε νέους δημιουργούς και μακάρι να συνεχίσει έτσι.
Τώρα για τον κινηματογράφο, είναι επικίνδυνη κουβέντα που σε επικίνδυνους δρόμους θα μας οδηγήσει. Εμένα όμως μου αρέσουν περισσότερο τα στενά δρομάκια από τις λεωφόρους, γιατί στα στενά δρομάκια μπορείς να ανταλλάξεις και ένα βλέμμα με τον περαστικό απέναντι, στη λεωφόρο με ποιον να ανταλλάξεις; Με την νταλίκα; (γέλια) Ναι, τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικος κινηματογράφος γνωρίζει μια τρομερή άνθηση. Η ταινία του Λάνθιμου, ας πούμε, ήταν εξαιρετική, γιατί αποτύπωσε την πραγματικότητά μας με αυτή την παραβολή της ψευτοχλιδής που αποδεικνύεται τελικά απόλυτα φασιστική. Αυτό, αν το σκεφτείς, ζούσαμε τόσα χρόνια. Δεν είναι παρήγορο που κάποιος τολμάει και σου δείχνει ποιος είσαι; Επιτελούς κάποιοι αναγνωρίζουν την πραγματικότητα... Αυτές οι ταινίες έχουν μια διάθεση να δείξουν ποιοι είμαστε πραγματικά, γι’ αυτό και ο κόσμος θέλει να τις δει. Μέχρι στιγμής ζούσαμε μια ψεύτικη πραγματικότητα: των Ολυμπιακών αγώνων, του ψευτοσόου και του αντιγραμμένου. Λέει ο Θόδωρος Τερζόπουλος όμως: «Άλλο το Αρμάνι από το Μιλάνο, άλλο το Αρμάνι από το Αιγάλεω» (γέλια). Δεν είναι κακό να βγάλεις το ζιβάγκο για το Αρμάνι, αλλά πρέπει να ξέρεις να το φοράς. Βέβαια, εμείς ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει το μετεμφυλιακό σύνδρομο, να είμαστε δηλαδή όλοι μαζί.
Αν έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξεις ανάμεσα στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία, τι θα διάλεγες;
Νομίζω ότι θα με ενδιέφερε να παίζω περισσότερο. Άλλωστε ως ηθοποιός ξεκίνησα, ίσως βέβαια κατάλαβα αργά πόσο πιο πολύ μου αρέσει να παίζω.
Γιατί λες αργά;
Έμπαινα στη διαδικασία να φτιάξω κάτι δικό μου, έναν δικό μου κόσμο και να έχω την ευθύνη του. Αλλά ανακάλυψα ότι πάντα μπορείς να έχεις τον κόσμο σου, ακόμα και παίζοντας. Πρέπει όμως εσύ να προσφέρεσαι και να υπάρχεις εκατό τοις εκατό σε αυτό που κάνεις. Πέρσι στο «Γάλα» , με την Άννα τη Βαγενά, επίσης είχα την ευκαιρία να πάω περιοδεία σε πολλά μέρη στην Ελλάδα. Και κατάλαβα πόσο αθώο και γνήσιο είναι το κοινό της επαρχίας και πόσο καθαρά αντιδρούσε σε αυτό που έβλεπε. Ίσως το κοινό της Αθήνας να είναι και κάπως…
Καθοδηγούμενο;
Ευχαριστώ που βοηθάς. Ναι, αλλά νομίζω ότι ο κόσμος έχει ευθύνη, πρέπει να ελέγχει τι του σερβίρουν. Πόσα συμφέροντα και πόσες εξυπηρετήσεις μπορούν να υπάρξουν για να γίνει κάποιος ταμπλόιντ...
Σε αγχώνει η κρίση; Πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το θέατρο;
Νομίζω ότι η κρίση είναι κάπως πλασματική, απλώς κάποιοι πλούσιοι αποφάσισαν να γίνουν πλουσιότεροι. Το σύστημα δεν αντέχει άλλο, πρέπει να το αντικαταστήσουμε πριν μας αντικαστήσουν. Νομίζω ότι το θέατρο η κρίση το επηρεάζει θετικά. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, για παράδειγμα, άνθισαν είδη, διασκεδαστικά μεν με πολιτικό χρώμα όμως, όπως το βαριετέ ή το καμπαρέ. Νομίζω ότι ο κόσμος θέλει να δει μέσα από την τέχνη πού είναι το πρόβλημα. Η τέχνη δε δίνει λύσεις, θέτει όμως ερωτήματα. Εγώ προσωπικά πάντα σε κακές συνθήκες ζούσα: ποτέ δεν πήρα επιχορήγηση παρά μια φορά, ποτέ δεν ήμουν στα κρατικά και στα φεστιβάλ- μια παράσταση έχω κάνει μόνο στο Εθνικό- αλλά το ηθικόν ακμαιότατο. Δε σβήνει αυτή η μικρή φλόγα που έχω μέσα μου και να σου πω: ένας καλλίτεχνης δεν μπορεί να είναι τροφαντός. Θα ήθελα βέβαια να πηγαίνω ταξίδια, αλλά προσπαθώ να ταξιδέψω μέσα από το κείμενα ..
Μετάνιωσες ποτέ που πήρες αυτό το δρόμο;
Όχι, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Δοκίμασα, αλλά δεν…
Ένα μεγάλο σου όνειρο;
Να είμαστε όλοι καλά. Με ενδιαφέρει περισσότερο το παρόν… Θα ήθελα βέβαια ένα παιδί ίσως… Και για να μην πάω μακριά: θα ήθελα να έρθει κόσμος να δει την παράσταση και να πάω και μια περιοδεία στην Ελλάδα… Και αφού κλείσει αυτός ο κύκλος να αρχίσει κάτι άλλο...
Σε ευχαριστώ.
Κι εγώ.