Ο Άσχημος (2008)


Ο Άσχημος (2008)
Συγγραφέας: Μάριους φον Μάγιενμπουργκ
Εθνικό Θέατρο
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας - B' σκηνή

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικά – κοστούμια: Λίνα Μότσιου
Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης, Έντι Λάμε
Μουσική – ήχος: Studio 19
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Παίζουν: Μπέσσυ Μάλφα, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Σωκράτης Πατσίκας, Παναγιώτης Παναγόπουλος

Η μετάφραση του έργου επιχορηγήθηκε από το Goethe-Institut Athen.

Ο Λέττε είναι άσχημος... αλλά δεν το ξέρει. Όταν η εξωτερική του εμφάνιση γίνεται εμπόδιο στην επαγγελματική του καταξίωση, ο Λέττε άρχεται αντιμέτωπος με τη γνώμη των άλλων και καταφεύγει στην πλαστική χειρουργική προκειμένου να λύσει «το πρόβλημα». Η ζωή του αλλάζει ριζικά Αυτό που ήταν το απόλυτο μειονέκτημά του γίνεται το πιο ισχυρό όπλο του. Όλα μοιάζουν να πηγαίνουν ιδανικά ως τη στιγμή που το καινούργιο πρόσωπό του αρχίζει να «φοριέται» από ένα πλήθος ανθρώπων, καθώς ο χειρουργός κάνει την ίδια επέμβαση σε όσους του το ζητούν…
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Ο Άσχημος, σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου – που παρουσιάστηκε από το Εθνικό το 2008 σε πανελλήνια πρώτη – γράφτηκε το 2006 και παίχτηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο στις 5 Ιανουαρίου 2007. Πρόκειται για απολαυστική μαύρη κωμωδία, μία ανελέητη σάτιρα των επιδερμικών αξιών της σύγχρονης κοινωνίας από έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας.
Σε λιγότερο από μία ώρα, καθώς το έργο ξεδιπλώνεται με ρυθμό καταιγιστικό, οι τρεις από τους τέσσερις ηθοποιούς, αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους χωρίς καμία αλλαγή στα κοστούμια ή στο μακιγιάζ – ούτε καν στα ονόματά τους. Ο Μάριους φον Μάγιενμπουργκ παραδίδει ένα πρωτότυπο κείμενο, με απρόσμενη δραματουργική δομή, που αποκαλύπτει με χιούμορ τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας που βασίζεται στην εικόνα και προσφέρει ένα καυστικό σχόλιο για τα κενά, ανόητα πρότυπα της καθημερινότητάς μας και μια σαρκαστική προειδοποίηση για την παθογένεια της κλωνοποίησης.
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
ΤΑ ΝΕΑ – 30/4/2008

Ο «ΑΣΧΗΜΟΣ» ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ο εφιάλτης της πλαστικής
της Έλενας Δ. Χατζηιωάννου«Με αφορμή έναν άσχημο άνδρα, που γίνεται όμορφος, με πλαστική, το έργο του Γερμανού συγγραφέα Μάριους φον Μάγιεμπουργκ παρακολουθεί κριτικά τις επιδερμικές αξίες της σύγχρονης κοινωνίας, που στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου αναπτύσσονται από τέσσερις ηθοποιούς (Μπέσυ Μάλφα, Γεράσιμο Σκιαδαρέση, Σωκράτη Πατσίκα και Παναγιώτη Παναγόπουλο).
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Άσχημη εποχή ή άσχημοι άνθρωποι; Ευρύ το φάσμα των απαντήσεων, εκτός κι αν περιοριστούμε στην εξωτερική ασχήμια, οπότε ουδέν πρόβλημα, αφού υπάρχει η λύση του πλαστικού χειρουργού. Αλλά πάλι, νέα προβλήματα βγαίνουν στην επιφάνεια. Και εμπνέουν τον Γερμανό συγγραφέα Μάριους φον Μάγιεμπουργκ να σκαρώσει, πάνω σ’ αυτό το θέμα, μια μαύρη κωμωδία. «Ο άσχημος», που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη μικρή αίθουσα της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου στο Γκάζι, αφηγείται την ιστορία ενός άσχημου άνδρα που καταφεύγει στην πλαστική χειρουργική για να διορθώσει το πρόβλημά του. Η λύση όμως μετασχηματίζεται μ’ έναν υπόγειο τρόπο σε εφιάλτη...».
Φωτ.: Λίνα Μότσιου

Ελευθεροτυπία – 04/05/2008
«Παραστάσεις σε απρόβλεπτες σκηνές»
της Έφης Μαρίνου
«Η ζωή ενός «Άσχημου» στο Εθνικό Θέατρο καταστρέφεται όταν ένας πλαστικός χειρουργός τον μεταμορφώνει σε ωραίο...
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Ο Λέτε ήταν άσχημος, μα όσο το αγνοούσε περνούσε μια χαρά. Οταν όμως η εμφάνισή του εμποδίζει την ανέλιξή του στην εταιρεία όπου εργάζεται, καταφεύγει στην πλαστική χειρουργική και γίνεται όμορφος. Η ζωή είναι τώρα ωραία. Μέχρι που ξαφνικά βλέπει το ολοκαίνουριο πρόσωπό του να φοριέται από ένα πλήθος ανθρώπων. Ο γιατρός έχει κάνει την ίδια επέμβαση σε όσους του το ζήτησαν. Ο Λέτε αρχίζει τον αγώνα για την ταυτότητά του, που όμως, απ' ό, τι βλέπει, δεν τη δικαιούται και τόσο...
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
«Ο Άσχημος» του Γερμανού Μάριους φον Μάγιενμπουργκ παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο την Παρασκευή στη Β' Σκηνή του «Σύγχρονου Θεάτρου της Αθήνας», σε πανελλήνια πρώτη παράσταση σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα και σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία, μια σκληρή σάτιρα, που αποκαλύπτει τα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας, της βασισμένης στην εικόνα.
Φωτ.: Λίνα Μότσιου

Ο Μάριους φον Μάγιενμπουργκ, όπως μας ενημερώνει το Εθνικό Θέατρο, θα βρίσκεται στην Αθήνα για να παρακολουθήσει την πρεμιέρα του «Άσχημου» και οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία μετά την παράσταση να συζητήσουν μαζί του για το έργο του αλλά και την πορεία της θεατρικής γραφής γενικότερα.».

Ελευθεροτυπία - 07/06/2008
ΚΤΕΟ ομορφιάς
*«Ο άσχημος» του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ στη Νέα Σκηνή του Εθνικού
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
Ο Λέτε (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) εφευρίσκει μια καινούρια πατέντα μπρίζας, όμως δεν μπορεί να την παρουσιάσει στο συνέδριο μηχανολόγων, γιατί -όπως πληροφορείται για πρώτη φορά στη ζωή του- είναι πολύ άσκημος, ανείπωτα άσκημος. Στη μαύρη πίκρα του καταφεύγει σε επέμβαση ανασκευής προσώπου και αίφνης γίνεται πανέμορφος. Ολα αλλάζουν. Φυσικά παρουσιάζει αυτός τη νέα του μπρίζα και όχι ο γαλίφης βοηθός του (Παναγιώτης Παναγόπουλος), οι μετοχές του στην πιάτσα ανεβαίνουν κατακόρυφα, οι γυναίκες κάνουν ουρά και οι γιοι τους το ίδιο.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Μόνο που ο άπληστος χειρουργός (Σωκράτης Πάτσικας) ενθουσιασμένος με το πόνημά του, το κοπιάρει αφειδώς και σε άλλους και ο εφευρέτης μας αρχίζει να συναντά παντού τον εαυτό του, δηλαδή το πρόσωπό του, που όμως και αυτό δεν είναι ακριβώς δικό του, αφού το δικό του ήταν άσκημο, ανείπωτα άσκημο. Αλλά και η γυναίκα του (Μπέσσυ Μάλφα) βρίσκεται σε ερωτική σύγχυση, γιατί βλέπει παντού τον άντρα της. Ο θρίαμβος του Αδωνη είναι, φευ, βραχύβιος και ο Λέτε, στα όρια της σχιζοφρένειας από τις στρατιές κλώνων του, θέλει πίσω το παλιό, μοναδικό πρόσωπό του.
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Ενα διάλειμμα από τις βάρβαρες προβληματικές οικογένειες των προηγούμενων έργων του, ο «Ασχημος» (2007) του 37χρονου Γερμανού συγγραφέα, αποτελεί ένα καλοφτιαγμένο καυστικό καλαμπούρι πάνω στην εμμονή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού με την αιώνια νεότητα, τις στρατηγικές της αγοράς που έχουν μετατρέψει σε εμπόρευμα και τον ίδιο τον άνθρωπο, στην ομογενοποίηση του ανθρώπινου είδους, που διαμέσου του νέου πλαστικού ανθρώπου παραβίασε το «μοιραίο» της γενετικά κληροδοτημένης εμφάνισης.
Αντί δραματικού βάθους, το έργο έχει εκπληκτικά θεατρο-τεχνικά ύψη. Οι σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα θέλουν τους τρεις πρωταγωνιστές να ενδύονται συνεχώς διαφορετικούς ρόλους. Αλλωστε, είναι εμφανές: η ταυτότητα δεν είναι παρά ένα κοινωνικό κατασκεύασμα. Μονάχα ο Ασχημος μένει ίδιος, αυτός που, υποτίθεται, άλλαξε εξωτερικά κατά 180ο. Μετά την εγχείρηση, που θυμίζει ομαδικό ξεφάντωμα (κραυγούλες, θόρυβοι ηλεκτρικού πριονιού, ηχηρά ράματα), οι «πλήρως ανακαινισμένος» Λέτε είναι ακριβώς όπως πριν. Ολοι οι ισχυρισμοί ασχήμιας και ομορφιάς, σε αυτό το έργο, προκύπτουν από την κουβέντα και τις συμπεριφορές. Και εδώ εισβάλλει στον λευκό, νοσοκομειακό χώρο (σκηνικά: Λίνα Μότσιου) η τετραμελής ομάδα, που με χαμόγελα ύαινας και έξοχο στεγνό χιούμορ, χωρίς ίχνος στόμφου κωμωδίας, παίζει τους εύθυμους πλην δόλιους διαλόγους του Μάγιενμπουργκ για την αποσάθρωση του Εγώ, σαν πανάλαφρο πινγκ-πονγκ, λες και αυτοσχεδιάζεται κάθε σκηνή.
Αφού στην οθόνη «τρέξουν» για κάμποσο μορφές εκπάγλων διασημοτήτων του Χόλιγουντ, σαν μια παρέλαση ομορφιάς εις το άπειρον, ακολουθεί η άχρονη αγωνία της παραμόρφωσης, από τον Φρανκενστάιν μέχρι τον κλώνο. Ο Ασχημος γίνεται στο πι και φι ένας κούκλος, πανομοιότυπος με άλλους κούκλους και κατόπιν εκσφενδονίζεται στην απελπισία, αλλά χωρίς τραγικότητες ή ηθικές επιπλοκές. Απόλυτο στίγμα της αέρινα ειρωνικής, ευφυούς σκηνοθεσίας του Θανάση Σαράντου (μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας) δύο υψηλού επιπέδου κωμικά ταλέντα. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, που υποδύεται τον Λέτε σαν να μην γνωρίζει αρκετά γι' αυτόν και «ψάχνεται» καθ' οδόν, αποκαλύπτοντας κρυμμένες υποκριτικές πτυχές του και δυναμιτίζοντας απρόσμενες ενέργειες ανάμεσα στα πρόσωπα. Και η Μπέσσυ Μάλφα, ηθοποιός με επιθετική σκηνική γοητεία, πλην μετρημένη και υπαινικτική, σαν να μην πέρασε τηλεοπτική μέρα από πάνω της.*
Φωτ.: Λίνα Μότσιου

Η Καθημερινή – 29/6/2008
του Γιάννη Βαρβέρη
Μάριους φον Μπάγενμπουργκ: «Ο Άσχημος»


 Η πλαστή ομορφιά του καπιταλισμού ως δώρο και εφιάλτης
Το Εθνικό ανέβασε ένα σημαντικό έργο σύγχρονο, «μαύρο» και εξωτερικά κωμικό, τον «Ασχημο» του Γερμανού (μάλλον δίκαια βραβευμένου) Μάριους φον Μάγενμπουργκ (γεν. Μόναχο, 1972).
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Πρόκειται για μια σύλληψη υπερρεαλιστική, που όμως δυστυχώς αγγίζει κατά πολύ την πραγματικότητά μας, όπως διαμορφώθηκε μέσα από τα καπιταλιστικά πρότυπα και τις αξίες που αυτά επέβαλαν. Σε μια εποχή κατά την οποία αποθεώνεται το σφρίγος, η νεότητα, το εξωτερικό κάλλος, περιφρονείται η γνώση και η ωριμότητα, μυκτηρίζεται δε ανελέητα το γήρας, η δυσμορφία και η αναπηρία, καταστάσεις κατ’ εξοχήν ανθρώπινες, αποβάλλονται από τον κοινωνικό ιστό ως σαρκώματα που εμποδίζουν το κρατούν σύστημα να προχωρήσει.
Φωτ.: Λίνα Μότσιου
Οποιος θέλει να επιζήσει σ’ αυτόν τον πολιτισμό των «ωραίων και σέξι» πρέπει παντί σθένει να πουλήσει στον διάβολο την ψυχή και την εξωτερική του ειδή και να την αντικαταστήσει με τρόπο πλαστικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά), φορώντας τη λεοντή της ομορφιάς και της σχηματικής τελειότητας. Μόνον έτσι του επιτρέπεται, και κατά το έργο, να διεκδικήσει ενώπιον κοινού την παρουσίαση της πνευματικής του εργασίας. Χωρίς το «περιτύλιγμα» του δημιουργού, δημιούργημα δεν υπάρχει, και μάλιστα ανενδοίαστα μπορεί να ακυρωθεί αν δεν βρεθεί ένας κατάλληλος ευειδής φορέας για να το παρουσιάσει.
Αυτή είναι η βάση του «Ασχημου» του φον Μάγενμπουργκ, ενός έργου ευσύνοπτου και καίριου, που κατορθώνει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο, τον κωμικό, να αποδείξει το αδιέξοδο της εξωραϊστικής πλαστικής χειρουργικής. Θέλοντας να καθηλώσουμε τον χρόνο ή να ανατρέψουμε το φυσικό δεδομένο, παραβιάζουμε την ηθική τάξη που μας διέπει και χάνουμε οριστικά την ταυτότητά μας, καθώς ο πλαστικός χειρουργός, κατά γκροτέσκα σύλληψη, μπορεί να κατασκευάσει αποκλειστικά την ίδια πατέντα, το ίδιο πρόσωπο για πολλούς, κλωνοποιημένο και τραγικά απρόσωπο. «Θέλω πίσω το πρόσωπό μου», αναφωνεί κάποια στιγμή ο ήρωας, αλλά είναι πια πολύ αργά, η οδός είναι ανεπίστροφη, η διακριτή ταυτότητα, της δυσμορφίας έστω, έχει οριστικά απολεσθεί. Ενώ η καρναβαλική διονυσιακή μεταμφίεση συνιστά μια παραβίαση οίστρου και χαράς που όμως ευχερώς απεκδύεται των «παραφερναλίων» της, αντίθετα η πλαστική μεταμόρφωση διέπεται από εφιαλτική οριστικότητα, το αμετάκλητο της οποίας παρέχει στιγμιαία ικανοποίηση, αλλά λίγο αργότερα κατάσταση διαρκούς θλίψης αν όχι και απόγνωσης μέσα στη φυλακή του ξένου προσωπείου. Το έργο, καθώς προφητεύει πανομοιότυπες διασημότητες πλαστού κάλλους, πιστεύω πως, με τη συνοδεία σαρκαστικού γέλωτα, εκβάλλει ηχηρή ανθρωπιστική κραυγή και το ανάλογο αίτημά της.
Φωτ.: Λίνα Μότσιου

Εναλλαγή καταστάσεων
Γύρω απ’ τον άσχημο εφευρέτη Λέτε κινούνται άλλα τρία πρόσωπα με εναλλασσόμενους ρόλους: η σύζυγος και η πλούσια κυρία, ο γιος της και ο βοηθός του Λέτε, ο διευθυντής του, αλλά και ο πλαστικός χειρουργός. Το έργο είναι γραμμένο σε ρυθμούς ροϊκότητας και πολύ γοργής εναλλαγής καταστάσεων, έτσι ώστε ο θεατής οφείλει να βρίσκεται σε αδιάκοπη εγρήγορση. Το στακάτο αυτό ύφος καθώς και το παγερό, κυνικό χιούμορ εξασφάλισε η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Ο νέος –για μένα– σκηνοθέτης Θανάσης Σαράντος προέκρινε μια γυμνή, χωρίς στολίδια, γραμμή, για να περάσει, με την υπογράμμιση της αυτοδυναμίας του λόγου, το έντονο ιδεολογικό στίγμα του έργου. Θα ’λεγα ότι πρόκειται για μια σκηνοθεσία μάλλον πολιτικά τροπισμένη, αφού όψη και ένδυση της Λίνας Μότσιου, επίσης, ακολούθησαν την ίδια λιτή αντίληψη. Ξεκινώντας μ’ ένα επιτυχές παραμορφωτικό γνωστών γυναικείων σταρ βίντεο του Αλέξανδρου Μιστριώτη (όμως μεγαλύτερης του δέοντος διάρκειας), ο Σαράντος πέτυχε περισσότερο στις σκηνές παντομίμας. Η παράσταση άλλοτε έλαμπε και άλλοτε απλώς κυλούσε, χωρίς όμως να μπορείς επ’ ουδενί να αποφανθείς αρνητικά γι’ αυτήν.


Χωρίς γκελ
Βασική της αδυναμία θεωρώ τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση στον κεντρικό ρόλο: υποθερμικός όπως συνήθως, συχνά ταχύλογος και sotto voce ώστε να μη διακρίνουμε ακριβώς τι έλεγε, χωρίς τις απαραίτητες συναισθηματικές μεταπτώσεις που ιδιαίτερα αυτός ο ρόλος απαιτεί και χωρίς γκελ στο κοινό. Αντίθετα, η Μπέσυ Μάλφα διακρίθηκε με την ευχέρεια οργανικών μεταλλάξεών της στους διαμετρικούς ρόλους, με πείρα και φαντασία στην κίνηση και στην πλούσια έκφραση. Θετικός και ο Παναγιώτης Παναγόπουλος στον αναρριχησία βοηθό του Λέτε και στον επαμφοτερίζοντα γιο της κυρίας. Ο διευθυντής του «άσχημου» και πλαστικός χειρουργός Σωκράτης Πατσίκας διαθέτει κωμική φλέβα και την ανέδειξε στην γκροτέσκα εκδοχή της.
Στους αισθητικά πανάθλιους καιρούς της… απερίγραπτης Καλο-κακομοίρας και των εν γένει σαχλεπίσαχλων δυτικών προτύπων, ο «Ασχημος» είναι μια διδακτική απειλή προς όσους νομίζουν πως χαράσσουν ευεργετικά τη μορφή τους, ενώ παραχαράσσουν την ουσία τους. Οι πατημασιές του Χρόνου και της Φύσης επάνω μας θέλουν και πρέπει να αναπνέουν ανεμπόδιστα, ιδίως όταν ασθμαίνουν προς το γήρας. Η τεχνητή λείανση των βημάτων αυτών και του κάθε ίχνους τους δεν μπορεί να γίνεται ατιμωρητί. Και έχουμε γι’ αυτό ένα σωρό γνωστά παραδείγματα, ιδίως πρωταγωνιστριών μας – με πλήρως ακαλαίσθητες ή και τραγικές για την ίδια τους τη ζωή συνέπειες.