νέα παραγωγή από την εταιρεία θεάτρου "ηθικόν ακμαιότατον"

"Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ" του Διονύσιου Σολωμού


Δια στόματος Διονύσιου Ιερομόναχου, ο ποιητής αφουγκράζεται και καταγράφει τη συνεχή σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του. Εξιλαστήριο θύμα η Γυναίκα της Ζάκυθος, στην οποία επιρρίπτει τις ευθύνες για όλα τα δεινά. Η μοίρα αυτής της Γυναίκας, μια μελωδία που άλλοτε προκαλεί ανακούφιση και άλλοτε απελπισία, και ο άνθρωπος Διονύσιος που αγωνιά να λυτρωθεί μονολογώντας και συνομιλώντας μαζί της, ολοκληρώνουν το αναπόφευκτο σα μοιρολόι.





Οξύτατο πεζό σατιρικό έργο, που έχει στόχο να σατιρίσει την ανήθικη και αντεθνική στάση ενός ανώνυμου γυναικείου προσώπου, της Γυναίκας της Ζάκυθος. Είναι προφανές ότι το άγνωστο σήμερα σε εμάς γυναικείο πρόσωπο ήταν τότε, την εποχή που ο Σολωμός έγραφε τη σάτιρά του εναντίον της, γνωστό στην ζακυνθινή κοινωνία και πιθανότατα ανήκε στην τάξη των ευγενών/πλουσίων, αν αναγνωρίσουμε ως ρεαλιστικά τα βιογραφικά στοιχεία που δίνει το ίδιο το σατιρικό κείμενο. Πάντως, μια από τις πιο πιθανές υποθέσεις είναι αυτή που ταυτίζει την εκτρωματική Γυναίκα με τη σύζυγο του Δημητρίου Σολωμού Ελένη Αρβανιτάκη.



Την αφήγηση και τη σατιρική επίθεση εναντίον της Γυναίκας έχει αναλάβει ο ιερομόναχος Διονύσιος, ποιητικό προσωπείο του Σολωμού. Ο τίτλος, άλλωστε, που χρησιμοποίησε ο ίδιος για το έργο είναι: «Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου, εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου» («Visione di Dionisio Ιερομόναχο εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου»). Το έργο είναι γραμμένο στη δημοτική γλώσσα με πολλά ζακυνθινά ιδιωματικά στοιχεία και με έντονο προφητικό ύφος, κατά το πρότυπο της Αποκάλυψης του Ιωάννη και της Υπερκάλυψης του Φόσκολο. Χωρίζεται σε αριθμημένα κεφάλαια και το κάθε κεφάλαιο σε αριθμημένες παραγράφους ο αριθμός των οποίων ποικίλλει. Η σύνταξη χαρακτηρίζεται από τη χρήση του μεταβατικού συνδέσμου και, όπως στην Αποκάλυψη και την Υπερκάλυψη.



Η σύλληψη της Γυναίκας της Ζάκυθος τοποθετείται πιθανότατα το 1826, σχεδόν παράλληλα με την πτώση του Μεσολογγιού, γεγονός που αποτελεί σαφές ιστορικό πλαίσιο της δράσης και της αφήγησης του πεζού σατιρικού έργου. Το 1829, με την μετοίκησή του στην Κέρκυρα, ο Σολωμός καθαρογράφει το κείμενο της πρώτης επεξεργασίας του έργου (στο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 13) και στη συνέχεια το επεξεργάζεται ξανά, κυρίως προσπαθώντας να αναπτύξει καινούρια επιμέρους θέματα, έτσι ώστε να αντιπαραθέσει στον αρνητικό χαρακτήρα της Γυναίκας περιπτώσεις που παραδειγματίζουν τη θετική ανθρώπινη συμπεριφορά. Για τον λόγο αυτό αποφασίζει να αναπτύξει και να ενσωματώσει στο πεζό σατιρικό κείμενο το όραμα του Ιερομόναχου και την «Προφητεία πάνω στο πέσιμο του Μεσολογγιού», δηλαδή το λεγόμενο Α´ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκισμένων, καθώς και σκηνές που να αποτυπώνουν την πάνδημη αναστάτωση του νησιού της Ζακύνθου με αφορμή την κορύφωση της πολιορκίας στο Μεσολόγγι, έτσι ώστε να αντιπαρατεθούν στην ανθελληνική μορφή της Γυναίκας. Επίσης, αποφασίζει να μεταφέρει και να ενσωματώσει το υπό επεξεργασία ποίημα της Νεκρικής Ωδής ΙΙ, γραμμένο με αφορμή το θάνατο μιας αγνής «κορασιάς», προκειμένου να αντιπαρατεθεί στην κοινωνικά και ηθικά επιλήψιμη δράση της Γυναίκας. Τα σχέδια αυτά δεν έχουν προλάβει να ολοκληρωθούν, όταν, αιφνιδιαστικά, τον Νοέμβριο του 1833 το έργο υφίσταται νέα συνολική επεξεργασία.



Το τρίτο στάδιο επεξεργασίας της Γυναίκας της Ζάκυθος, που ξεκινά τον Νοέμβριο του 1833, συνδέεται με την γνωστή οικογενειακή δίκη του Διονυσίου και του Δημητρίου Σολωμού με τον ετεροθαλή αδερφός τους Ιωάννη Λεονταράκη. Με αφορμή, ακριβώς, το σκάνδαλο που μόλις έχει ξεσπάσει (Νοέμβριος 1833), ο Σολωμός αποφασίζει να εισαγάγει στον αφηγηματικό ιστό του πεζού σατιρικού έργου τη μορφή του Διαβόλου, ο οποίος θα παρουσιάζεται στην αρχή, στη μέση και στο τέλος και θα κατευθύνει πλέον όλη τη δράση του κακού. Στο τέλος, θα σατιρίζει και τα πρόσωπα της δίκης, και συγκεκριμένα τον δικηγόρο του Ιωάννη Λεονταράκη, Ναπολέοντα Ζαμπέλη. Ωστόσο, η ιδέα αυτή δεν προχωρά, ίσως γιατί προϋποθέτει πολλές και δραστικές αλλαγές στο έργο. Έτσι, ο Σολωμός το εγκαταλείπει ανολοκλήρωτο, προκειμένου να ασχοληθεί άμεσα με τη σάτιρα των προσώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν πάρει το μέρος του ετεροθαλούς αδερφού του Ιωάννη, σάτιρα που οδήγησε στη σύνθεση της Τρίχας και στη συνέχεια του οκταμερούς Συνθέματος 1833-1834.