Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι (2009)
Συγγραφέας: Μάριους φον Μάγιενμπουργκ
Από Μηχανής Θέατρο 2008-2009
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικά: Λίνα Μότσιου
Κοστούμια: Δέσποινα Μακαρούνη
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική: Νίκος Πατρελάκης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/01/2009
Ανθρωποφάγοι σε τοπίο καταστροφής
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
««Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι». Τίτλος που παραπέμπει στον Ιονέσκο; Κι όμως. Είναι ένα από τα τελευταία, λίγων μόλις μηνών, θεατρικά έργα ενός φοβερού και γνωστού στα μέρη μας παιδιού της γερμανικής δραματουργίας: του 38χρονου Μάριους φον Μάγιενμπουργκ. Το «τσίμπησε» και εν ριπή οφθαλμού το ανέβασε στο άρδην ανακαινισμένο «Από Μηχανής Θέατρο» ο Θανάσης Σαράντος, που πάει να αποκτήσει «ειδικότητα» στο έργο του δραματουργού της γερμανικής «Σαουμπίνε».
Αν θυμάστε, τελευταία δουλειά του ήταν ο «Άσχημος» του Μάγιενμπουργκ, που ανέβηκε πέρσι στο Εθνικό Θέατρο. Χάρη στον άτυχο ήρωα, άλλωστε, κέρδισε τη φιλία του πολυγραφότατου συγγραφέα, που τους τελευταίους δύο μήνες έχει κιόλας γράψει δύο καινούρια έργα! «Συγκλίνουμε τόσο, που αισθάνομαι πως μέσα από τα έργα του αποκτώ μια ελευθερία», αποκαλύπτει ο Έλληνας σκηνοθέτης για τον δραματουργό -δεξί χέρι του Τόμας Οστερμάγερ. «Ειδικά στο "Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι" μπορώ να πω ότι ο Μάριους γίνεται και προφητικός».Πράγματι. Το παράξενο, αλληγορικό στόρι του σε βάζει στην πολύ δυσάρεστη θέση να αναρωτιέσαι αν σε λίγα χρόνια, λόγω της κρίσης, δεν θα οδηγηθούμε σε ανάλογες ακρότητες. Εξηγεί ο Θανάσης Σαράντος: «Το έργο μιλά για ανθρώπους-βαμπίρ σε μια εποχή που δεν είναι και τόσο μακρινή. Σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής. Υπάρχουν άνθρωποι που πεινούν. Ο ένας διεκδικεί τη σάρκα του άλλου. Και οδηγούνται στην ανθρωποφαγία, στον κανιβαλισμό, στην αλληλοσφαγή. Ολοι προσπαθούν να υπηρετήσουν τις ορέξεις του Μ, που σε αναλογία με τον Κ της "Δίκης" του Κάφκα, είναι πρόσωπο αυτοβιογραφικό για τον Μάριους».
Για να υποστηρίξει την ακραία ιστορία, ο Μάγιενμπουργκ υιοθετεί τεχνικές από θρίλερ. Ο Θανάσης Σαράντος μπορεί να έχει ήδη ανεβάσει δύο έργα του Μάγιενμπουργκ και να έχει γίνει φιλαράκι με τον Γερμανό δραματουργό, ωστόσο δεν σκοπεύει να ανεβάσει τρίτο έργο του.
«Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι η ιδιαίτερη γλώσσα, που μοιάζει προϊόν αυτόματης γραφής», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Ιδίως οι μονόλογοι έχουν οπερατικό ύφος, σχεδόν θυμίζουν όπερα. Συνεχώς όμως ο μελοδραματισμός υποσκάπτεται από ένα υπόγειο χιούμορ. Το κείμενο δουλεύεται στο υποσυνείδητο. Ολόκληρο το έργο ο Μάγιενμπουργκ το έχει δουλέψει "υπογείως''».Μέθοδος που διαφέρει πολύ από αυτή που ακολούθησε στον «Άσχημο». «Ο Μάγιενμπουργκ έχει επηρεαστεί πολύ από την Κάριλ Τσέρτσιλ και τη Σάρα Κέιν. Ο "Άσχημός" του ήταν σάτιρα. Εδώ το έργο ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ δράματος και κωμωδίας», διευκρινίζει ο Σαράντος. Για να υπηρετηθεί «ο γερμανικός εξπρεσιονισμός» του κειμένου, βασίστηκε αποκλειστικά στους τρεις ηθοποιούς του: Κώστα Βασαρδάνη, Βασίλη Μπουλουγούρη και Μαρία Πανουργιά.Σε ημέρες πολιτικο-κοινωνικής έντασης, το θεατρικό έργο, προσθέτει ο σκηνοθέτης του, αναδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο: «Υπάρχει ανάγκη για ένα μαχαίρι αυτή τη στιγμή, γιατί υπάρχει πολλή νύχτα και πολλοί "σκύλοι" γαβγίζουν. Οπότε το "Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι" θα μπορούσε να είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά σλόγκαν των ημερών. Θα μπορούσε άνετα να γραφτεί στους τοίχους. Δεν ξέρω πού θα φτάσει όλη αυτή η κατάσταση. Αλλά δεν ξέρω και κατά πόσο διακόπτοντας μια παράσταση δεν λέμε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Μάλλον πρέπει να διακόψουμε μια τηλεόραση ή ένα σκυλάδικο. Δεν αφυπνίζεις τον κόσμο με τη διακοπή ενός θεατρικού».Οι Μ. Πανουργιά, Β. Μπουλουγούρης και Κ. Βασαρδάνης πολλαπλασιασμένοι στο σκηνικό ερήμωσης που στήνει ο Μάγενμπουργκ.
Άραγε, τώρα που πήρε το κολάι, θα συνεχίσει με έναν Μάγενμπουργκ; «Οχι», μας ξεκόβει. «Στην πραγματικότητα, πίσω από ό,τι έχω κάνει έως σήμερα, μετά τον "Καλιγούλα" του Καμί στο ΚΘΒΕ, το 1997, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο: η θεατρική δραστικότητα με τον μίνιμουμ αριθμό ηθοποιών. Εδώ μόλις τρεις ηθοποιοί υποδύονται δέκα ρόλους. Και στον "Ασχημο" γινόταν ένα παιχνίδι μεταμορφώσεων. Στο "Ενας αριθμός" της Τσέρτσιλ, που δουλέψαμε με τον Τάσο Μπαντή το 2005, υποδυόμουν τρεις ρόλους. Καθετί είναι η συνέχεια μίας δουλειάς».Στο «Από Μηχανής Θέατρο», που την τρέχουσα σεζόν γύρισε σελίδα, αφού δεν είναι μία ακόμη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου αλλά μια ελεύθερη σκηνή που καλλιτεχνικά διευθύνει ο Ακης Βλουτής, το «Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι» παρουσιάζεται μόνο κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Η μετάφραση είναι του Γιώργου Δεπάστα. Τα σκηνικά, μια στέπα από latex, κρανία λύκων και απομεινάρια ανθρώπων, υπογράφει η Λίνα Μότσιου, τα κοστούμια η Δέσποινα Μακαρούνη, ενώ την ambient μουσική συνέθεσε ο Νίκος Πατρελάκης. Φώτισε ο Λευτέρης Παυλόπουλος. Εντυπωσιακό το ταμπλό βιβάν, που ζωγράφισε ο Νίκος Αναγνωστόπουλος, υπεύθυνος και της ανακαίνισης του θεάτρου.».ΕΘΝΟΣ – 07/01/2009
Ελευθεροτυπία - 07/03/2009
Ο θάνατός σου, η ζωή μου...
Κριτική της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗΕνας άνδρας τρώει μύδια ένα καυτό βράδυ του Αυγούστου. Καλύτερα να μην το έκανε. Διότι ξυπνώντας την επομένη, ανακαλύπτει πως έχει χαθεί μέσα σε μια άφεγγη, αχρονική ερημιά και με έναν καφκικό τρόπο η παραπλάνησή του είναι πλήρης. Το ρολόι του αντί για την ώρα δείχνει ένα περίεργο SOS σήμα, ο ίδιος δεν ξέρει ποιος είναι, από πού έχει έρθει, πού βρίσκεται, μήτε πού πηγαίνει. Η μόνη βεβαιότητά του -ένα «running gug» που διαπερνά κωμικά-λακωνικά το έργο- είναι ότι έφαγε μύδια. Λεπτομέρεια που ο «Μ» επαναλαμβάνει με την αδιατάρακτη επιμονή κάποιου που δεν έχει τίποτε άλλο.
Αν δεν είναι μια παραίσθηση τροφικής δηλητηρίασης, η ιστορία με τα μύδια έχει το νόημά της. Ο κόσμος γύρω από τον «Μ» φέρεται να λιμοκτονεί και όλα τα πρόσωπα που συναντά στο φουτουριστικό λυκόφως λυσσάνε για τροφή, και κυρίως για το δικό του ψαχνό. Ενας Ανδρας εμφανίζεται από το πουθενά και προσφέρεται να τον οδηγήσει σπίτι του, όμως για ανεξήγητους λόγους τραβά ένα μαχαίρι, που ξάφνου καρφώνεται στη δική του κοιλιά. Παρότι ο «Μ» (ένας αναλλοίωτα φοβικός και αποπροσανατολισμένος Βασίλης Μπουλουγούρης) διαβεβαιώνει πως «δεν κάνει τέτοια», στις επόμενες σκηνές μαχαιρώνει κατά λάθος ή αμυνόμενος την αδελφή τού Ανδρα (Μαρία Πανουργιά), μια νοσοκόμα (η ίδια ηθοποιός ως «Πετρούλα» με μίνι και ψηλοτάκουνα), έναν αστυφύλακα, έναν γιατρό, έναν ασθενή, μέχρι κι έναν σκύλο (σε όλους τους ρόλους ο ίδιος ηθοποιός, Κώστας Βασαρδάνης). Κάθε λίγα λεπτά και ένα αιμόφυρτο πτώμα, συχνά του ίδιου του «Μ».
Σε μια τάχα αποκαλυπτική παραβολή του τέλους του κόσμου, τρεις τύποι, εξωθούμενοι από κάποιο μεταπολιτισμικό κανιβαλιστικό ντελίριο, τραβάνε εναλλάξ πάντα το ίδιο λεπίδι, που βυθίζουν σε αλλεπάλληλα μαλακά υπογάστρια και κατόπιν χυμούν στην πληγή με βαμπιρική βουλιμία («πεινά κανείς άλλος;»). Οι μαχαιρωμένοι σωριάζονται και ξανασηκώνονται σαν ζόμπι, ad absurdum, για να εμφανιστούν στις επόμενες σκηνές, σε άλλους ή στους ίδιους ρόλους.
Τα συμβάντα ενέχουν μια αθέλητη κωμικότητα. Και μόνον η δραματουργία ενός μαχαιριού που μπήγεται - ξεμπήγεται σε σώματα με γραφειοκρατική απάθεια, παράγοντας κάθε φορά το ίδιο αδιόρατο κλικ-κλακ, έχει πλάκα από μόνη της, την οποία όμως τορπιλίζει η ανάγκη του συγγραφέα για βαθυστόχαστα υπαρξιακά μηνύματα. Στα πρώτα 3-4 λεπτά δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα του περίπου. Μετά, ο Μάγιενμπουργκ εξαπολύει τον «Μ» του στην cool σχεδιασμένη σφαίρα του γκροτέσκου, φορτώνει την παιδαριώδη ιστορία με υψηλή ρητορική, ποιητική ομίχλη και δάνεια από καφκικό μυστήριο, ταινίες φρίκης και ρομαντισμό, εξαναγκάζοντας τους λυκάνθρωπούς του σε απανωτά τσιμπούσια, τίγκα στο θεατρικό αίμα.
Ένα αμήχανο, ιλαρό και βαρετό πόνημα από έναν πρώην ενδιαφέροντα συγγραφέα. Αν δεν κατρακυλά πλήρως στην ανοστιά ενός φτηνού σπλάτερ, το οφείλει στη φίνα φαντασία ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη (Θανάσης Σαράντος), στους δεξιοτεχνικούς φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), στον οίστρο της μουσικής (Νίκος Πατρελάκης) και σε δύο παιγνιώδεις ηθοποιούς σε δέκα ρόλους (Βασαρδάνης, Πανουργιά). Μαζί δημιούργησαν ένα μικρό σεληνιακό σύμπαν, ελλειπτικό, λοξό, με γκρι - πράσινες ομίχλες, σφυρίχτρες, περούκες, κεριά, σιωπές, αλυχτίσματα λύκων. Ισως κατάφερναν να μεταδώσουν και τον εφιάλτη ενός κόσμου χωρίς ίχνος ανθρώπινης ψυχής, όπως θα ήθελε ο συγγραφέας, εάν τους έδινε ένα καλύτερο κείμενο.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, σκηνικά: Λίνα Μότσιου, κοστούμια: Δέσποινα Μακαρούνη.
Συγγραφέας: Μάριους φον Μάγιενμπουργκ
Από Μηχανής Θέατρο 2008-2009
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικά: Λίνα Μότσιου
Κοστούμια: Δέσποινα Μακαρούνη
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική: Νίκος Πατρελάκης
Παίζουν οι: Κώστας Βασαρδάνης, Βασίλης Μπουλουγούρης, Μαρία Πανουργιά
Μια καυτή νύχτα του Αυγούστου ο Μ, μετά από ένα γεύμα με τους φίλους του, χάνει τον δρόμο του και φτάνει σ’ ένα αδιέξοδο ενός άγνωστου τόπου, στον οποίο τίποτα δεν μοιάζει να κινείται: ο χρόνος είναι σταματημένος, τα ρολά στα παράθυρα κατεβασμένα, πίσω από τις προσόψεις των σπιτιών υπάρχουν μόνο αμμόλοφοι, οι δρόμοι είναι άδειοι – από το πουθενά εμφανίζεται ένας άντρας που ψάχνει το σκυλί του. Ο άντρας προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Μ, ξαφνικά όμως ξεσπά μεταξύ τους μια θανάσιμη συμπλοκή, που υποχρεώνει τον Μ σε μια εφιαλτική περιπλάνηση στην παράξενη πόλη, στις παρυφές της οποίας ζούνε λύκοι και σκύλοι, η πείνα βασιλεύει, όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια εμφάνιση και όλοι δείχνουν την ίδια «κανιβαλιστική» πρόθεση να τον εξυπηρετήσουν. Ήδη στην πρώτη σκηνή ο ήρωας του έργου, λέει: «θέλω να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά είναι ήδη ανοιχτά»: ο εφιάλτης έχει ξεκινήσει.
Πού ακριβώς έχουμε βρεθεί; Στη ζώνη του Ασυνείδητου; Σε κάποιον μεταφυσικό πίνακα του Ντε Κίρικο; Στην ποίηση του υπερρεαλισμού; Ή σε κάποια καφκική δίκη; Πράγματι, η συγγένεια του έργου με τη Δίκη του Κάφκα δεν εξαντλείται μόνο στην αμήχανη τελειότητα του κλινικού τοπίου, ούτε και στον ασφυκτικό χώρο του μη-χρόνου, όπου διαδραματίζεται η ακατανόητη για τον ήρωα ιστορία του. Όπως στη Δίκη, έτσι και στο Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι ο ήρωας βυθίζεται στον αδιέξοδο κόσμο του παραλόγου, παρακολουθώντας μια σειρά από γεγονότα που τον υπερβαίνουν και που ακυρώνουν κάθε λογική βεβαιότητα. Σε πλήρη αντίστιξη, ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής και η ταυτόχρονη «αναμετάδοση» των συμβάντων από τον ίδιο τον Μ, επιτρέπουν στη συνείδησή του να μεταλλαχθεί βήμα-βήμα καθώς βιώνει το ανεξήγητο, το ονειρικό. Και αν ο Κ της Δίκης καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν έκανε, ο Μ δεν καταδικάζεται για κανένα από τα εγκλήματα που έκανε: πολύ σκληρότερα εγκαταλείπεται από τον συγγραφέα στην απόλυτη παραδοχή ότι ακόμα και η ελπίδα κατοικεί πέρα από τα όρια της αθωότητας.
Μια καυτή νύχτα του Αυγούστου ο Μ, μετά από ένα γεύμα με τους φίλους του, χάνει τον δρόμο του και φτάνει σ’ ένα αδιέξοδο ενός άγνωστου τόπου, στον οποίο τίποτα δεν μοιάζει να κινείται: ο χρόνος είναι σταματημένος, τα ρολά στα παράθυρα κατεβασμένα, πίσω από τις προσόψεις των σπιτιών υπάρχουν μόνο αμμόλοφοι, οι δρόμοι είναι άδειοι – από το πουθενά εμφανίζεται ένας άντρας που ψάχνει το σκυλί του. Ο άντρας προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Μ, ξαφνικά όμως ξεσπά μεταξύ τους μια θανάσιμη συμπλοκή, που υποχρεώνει τον Μ σε μια εφιαλτική περιπλάνηση στην παράξενη πόλη, στις παρυφές της οποίας ζούνε λύκοι και σκύλοι, η πείνα βασιλεύει, όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια εμφάνιση και όλοι δείχνουν την ίδια «κανιβαλιστική» πρόθεση να τον εξυπηρετήσουν. Ήδη στην πρώτη σκηνή ο ήρωας του έργου, λέει: «θέλω να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά είναι ήδη ανοιχτά»: ο εφιάλτης έχει ξεκινήσει.
Πού ακριβώς έχουμε βρεθεί; Στη ζώνη του Ασυνείδητου; Σε κάποιον μεταφυσικό πίνακα του Ντε Κίρικο; Στην ποίηση του υπερρεαλισμού; Ή σε κάποια καφκική δίκη; Πράγματι, η συγγένεια του έργου με τη Δίκη του Κάφκα δεν εξαντλείται μόνο στην αμήχανη τελειότητα του κλινικού τοπίου, ούτε και στον ασφυκτικό χώρο του μη-χρόνου, όπου διαδραματίζεται η ακατανόητη για τον ήρωα ιστορία του. Όπως στη Δίκη, έτσι και στο Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι ο ήρωας βυθίζεται στον αδιέξοδο κόσμο του παραλόγου, παρακολουθώντας μια σειρά από γεγονότα που τον υπερβαίνουν και που ακυρώνουν κάθε λογική βεβαιότητα. Σε πλήρη αντίστιξη, ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής και η ταυτόχρονη «αναμετάδοση» των συμβάντων από τον ίδιο τον Μ, επιτρέπουν στη συνείδησή του να μεταλλαχθεί βήμα-βήμα καθώς βιώνει το ανεξήγητο, το ονειρικό. Και αν ο Κ της Δίκης καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν έκανε, ο Μ δεν καταδικάζεται για κανένα από τα εγκλήματα που έκανε: πολύ σκληρότερα εγκαταλείπεται από τον συγγραφέα στην απόλυτη παραδοχή ότι ακόμα και η ελπίδα κατοικεί πέρα από τα όρια της αθωότητας.
Ανθρωποφάγοι σε τοπίο καταστροφής
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
««Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι». Τίτλος που παραπέμπει στον Ιονέσκο; Κι όμως. Είναι ένα από τα τελευταία, λίγων μόλις μηνών, θεατρικά έργα ενός φοβερού και γνωστού στα μέρη μας παιδιού της γερμανικής δραματουργίας: του 38χρονου Μάριους φον Μάγιενμπουργκ. Το «τσίμπησε» και εν ριπή οφθαλμού το ανέβασε στο άρδην ανακαινισμένο «Από Μηχανής Θέατρο» ο Θανάσης Σαράντος, που πάει να αποκτήσει «ειδικότητα» στο έργο του δραματουργού της γερμανικής «Σαουμπίνε».
Αν θυμάστε, τελευταία δουλειά του ήταν ο «Άσχημος» του Μάγιενμπουργκ, που ανέβηκε πέρσι στο Εθνικό Θέατρο. Χάρη στον άτυχο ήρωα, άλλωστε, κέρδισε τη φιλία του πολυγραφότατου συγγραφέα, που τους τελευταίους δύο μήνες έχει κιόλας γράψει δύο καινούρια έργα! «Συγκλίνουμε τόσο, που αισθάνομαι πως μέσα από τα έργα του αποκτώ μια ελευθερία», αποκαλύπτει ο Έλληνας σκηνοθέτης για τον δραματουργό -δεξί χέρι του Τόμας Οστερμάγερ. «Ειδικά στο "Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι" μπορώ να πω ότι ο Μάριους γίνεται και προφητικός».Πράγματι. Το παράξενο, αλληγορικό στόρι του σε βάζει στην πολύ δυσάρεστη θέση να αναρωτιέσαι αν σε λίγα χρόνια, λόγω της κρίσης, δεν θα οδηγηθούμε σε ανάλογες ακρότητες. Εξηγεί ο Θανάσης Σαράντος: «Το έργο μιλά για ανθρώπους-βαμπίρ σε μια εποχή που δεν είναι και τόσο μακρινή. Σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής. Υπάρχουν άνθρωποι που πεινούν. Ο ένας διεκδικεί τη σάρκα του άλλου. Και οδηγούνται στην ανθρωποφαγία, στον κανιβαλισμό, στην αλληλοσφαγή. Ολοι προσπαθούν να υπηρετήσουν τις ορέξεις του Μ, που σε αναλογία με τον Κ της "Δίκης" του Κάφκα, είναι πρόσωπο αυτοβιογραφικό για τον Μάριους».
Για να υποστηρίξει την ακραία ιστορία, ο Μάγιενμπουργκ υιοθετεί τεχνικές από θρίλερ. Ο Θανάσης Σαράντος μπορεί να έχει ήδη ανεβάσει δύο έργα του Μάγιενμπουργκ και να έχει γίνει φιλαράκι με τον Γερμανό δραματουργό, ωστόσο δεν σκοπεύει να ανεβάσει τρίτο έργο του.
«Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι η ιδιαίτερη γλώσσα, που μοιάζει προϊόν αυτόματης γραφής», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Ιδίως οι μονόλογοι έχουν οπερατικό ύφος, σχεδόν θυμίζουν όπερα. Συνεχώς όμως ο μελοδραματισμός υποσκάπτεται από ένα υπόγειο χιούμορ. Το κείμενο δουλεύεται στο υποσυνείδητο. Ολόκληρο το έργο ο Μάγιενμπουργκ το έχει δουλέψει "υπογείως''».Μέθοδος που διαφέρει πολύ από αυτή που ακολούθησε στον «Άσχημο». «Ο Μάγιενμπουργκ έχει επηρεαστεί πολύ από την Κάριλ Τσέρτσιλ και τη Σάρα Κέιν. Ο "Άσχημός" του ήταν σάτιρα. Εδώ το έργο ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ δράματος και κωμωδίας», διευκρινίζει ο Σαράντος. Για να υπηρετηθεί «ο γερμανικός εξπρεσιονισμός» του κειμένου, βασίστηκε αποκλειστικά στους τρεις ηθοποιούς του: Κώστα Βασαρδάνη, Βασίλη Μπουλουγούρη και Μαρία Πανουργιά.Σε ημέρες πολιτικο-κοινωνικής έντασης, το θεατρικό έργο, προσθέτει ο σκηνοθέτης του, αναδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο: «Υπάρχει ανάγκη για ένα μαχαίρι αυτή τη στιγμή, γιατί υπάρχει πολλή νύχτα και πολλοί "σκύλοι" γαβγίζουν. Οπότε το "Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι" θα μπορούσε να είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά σλόγκαν των ημερών. Θα μπορούσε άνετα να γραφτεί στους τοίχους. Δεν ξέρω πού θα φτάσει όλη αυτή η κατάσταση. Αλλά δεν ξέρω και κατά πόσο διακόπτοντας μια παράσταση δεν λέμε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Μάλλον πρέπει να διακόψουμε μια τηλεόραση ή ένα σκυλάδικο. Δεν αφυπνίζεις τον κόσμο με τη διακοπή ενός θεατρικού».Οι Μ. Πανουργιά, Β. Μπουλουγούρης και Κ. Βασαρδάνης πολλαπλασιασμένοι στο σκηνικό ερήμωσης που στήνει ο Μάγενμπουργκ.
Άραγε, τώρα που πήρε το κολάι, θα συνεχίσει με έναν Μάγενμπουργκ; «Οχι», μας ξεκόβει. «Στην πραγματικότητα, πίσω από ό,τι έχω κάνει έως σήμερα, μετά τον "Καλιγούλα" του Καμί στο ΚΘΒΕ, το 1997, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο: η θεατρική δραστικότητα με τον μίνιμουμ αριθμό ηθοποιών. Εδώ μόλις τρεις ηθοποιοί υποδύονται δέκα ρόλους. Και στον "Ασχημο" γινόταν ένα παιχνίδι μεταμορφώσεων. Στο "Ενας αριθμός" της Τσέρτσιλ, που δουλέψαμε με τον Τάσο Μπαντή το 2005, υποδυόμουν τρεις ρόλους. Καθετί είναι η συνέχεια μίας δουλειάς».Στο «Από Μηχανής Θέατρο», που την τρέχουσα σεζόν γύρισε σελίδα, αφού δεν είναι μία ακόμη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου αλλά μια ελεύθερη σκηνή που καλλιτεχνικά διευθύνει ο Ακης Βλουτής, το «Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι» παρουσιάζεται μόνο κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Η μετάφραση είναι του Γιώργου Δεπάστα. Τα σκηνικά, μια στέπα από latex, κρανία λύκων και απομεινάρια ανθρώπων, υπογράφει η Λίνα Μότσιου, τα κοστούμια η Δέσποινα Μακαρούνη, ενώ την ambient μουσική συνέθεσε ο Νίκος Πατρελάκης. Φώτισε ο Λευτέρης Παυλόπουλος. Εντυπωσιακό το ταμπλό βιβάν, που ζωγράφισε ο Νίκος Αναγνωστόπουλος, υπεύθυνος και της ανακαίνισης του θεάτρου.».ΕΘΝΟΣ – 07/01/2009
Μαύρη κωμωδία από τον σύγχρονο Ιονέσκο
της Αντιγόνης Καράλη
«Ο Μ φεύγει κι αρχίζει την εφιαλτική περιπλάνησή του σε μια «μετα-εκπολιτισμένη» πόλη: στις παρυφές της ζούνε λύκοι και σκύλοι, η πείνα βασιλεύει, όλοι οι άνθρωποι που συναντά έχουν την ίδια εμφάνιση και όλοι δείχνουν την ίδια «κανιβαλιστική» πρόθεση να τον εξυπηρετήσουν.
Αυτή είναι μόνο η αρχή του έργου του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ «Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι» που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου, στο «Από Μηχανής Θέατρο». Στη συνέχεια ο Μ μέσα σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο και έπειτα από μια σύνθετη διαδρομή φτάνει στην αυτογνωσία.
Μοιραίο πρόσωπο
«Ο Μ δέχεται τις επιθέσεις των άλλων αλλά πάντα είναι αυτός που σκοτώνει, γιατί αυτός κρατάει το μαχαίρι. Μόνο η μικρή του αδελφή γλιτώνει στο τέλος, η οποία πάντα προσπαθούσε να τον σώσει, αλλά πάντα αυτός την απωθούσε. Στο τέλος καταλαβαίνει ότι αυτό είναι το μοιραίο πρόσωπο της ζωής του και από το οποίο πρέπει να δεχτεί ότι μπορεί να συνυπάρξει με έναν άνθρωπο», εξηγεί ο Θανάσης Σαράντος.
Ο Γερμανός συγγραφέας, από τους ανερχόμενους στην Ευρώπη, έχει χαρακτηριστεί ως «ο σύγχρονος Ιονέσκο». Ο τρόπος γραφής του δεν είναι ρεαλιστικός. «Με πρόφαση ένα «θρίλερ», αλλά με ανάλαφρο τρόπο και με ένα σπαρταριστό κωμικό διάλογο ψυχογραφεί τον εφιάλτη ενός ανθρώπου», τονίζει ο σκηνοθέτης, ο οποίος πέρυσι παρουσίασε πάλι σε πανελλήνια πρώτη το έργο του «Ο Ασχημος».
Σαν μια «μαύρη κωμωδία», ένα «θεατρικό παιχνίδι», αντιμετωπίζει ο ίδιος το κείμενο, όπου οι τρεις ηθοποιοί μοιράζονται τους δέκα ρόλους του. Πρόκειται για «πολύ θεατρικό έργο. Παίζουμε πολύ με τη μεταμφίεση και την ψευδαίσθηση του θεάτρου». Γιατί… «το θέατρο είναι ένα ψέμα που λέει πολλές αλήθειες»».
της Αντιγόνης Καράλη
«Ο Μ φεύγει κι αρχίζει την εφιαλτική περιπλάνησή του σε μια «μετα-εκπολιτισμένη» πόλη: στις παρυφές της ζούνε λύκοι και σκύλοι, η πείνα βασιλεύει, όλοι οι άνθρωποι που συναντά έχουν την ίδια εμφάνιση και όλοι δείχνουν την ίδια «κανιβαλιστική» πρόθεση να τον εξυπηρετήσουν.
Αυτή είναι μόνο η αρχή του έργου του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ «Ο Σκύλος, η Νύχτα και το Μαχαίρι» που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου, στο «Από Μηχανής Θέατρο». Στη συνέχεια ο Μ μέσα σε αυτόν τον σκοτεινό κόσμο και έπειτα από μια σύνθετη διαδρομή φτάνει στην αυτογνωσία.
Μοιραίο πρόσωπο
«Ο Μ δέχεται τις επιθέσεις των άλλων αλλά πάντα είναι αυτός που σκοτώνει, γιατί αυτός κρατάει το μαχαίρι. Μόνο η μικρή του αδελφή γλιτώνει στο τέλος, η οποία πάντα προσπαθούσε να τον σώσει, αλλά πάντα αυτός την απωθούσε. Στο τέλος καταλαβαίνει ότι αυτό είναι το μοιραίο πρόσωπο της ζωής του και από το οποίο πρέπει να δεχτεί ότι μπορεί να συνυπάρξει με έναν άνθρωπο», εξηγεί ο Θανάσης Σαράντος.
Ο Γερμανός συγγραφέας, από τους ανερχόμενους στην Ευρώπη, έχει χαρακτηριστεί ως «ο σύγχρονος Ιονέσκο». Ο τρόπος γραφής του δεν είναι ρεαλιστικός. «Με πρόφαση ένα «θρίλερ», αλλά με ανάλαφρο τρόπο και με ένα σπαρταριστό κωμικό διάλογο ψυχογραφεί τον εφιάλτη ενός ανθρώπου», τονίζει ο σκηνοθέτης, ο οποίος πέρυσι παρουσίασε πάλι σε πανελλήνια πρώτη το έργο του «Ο Ασχημος».
Σαν μια «μαύρη κωμωδία», ένα «θεατρικό παιχνίδι», αντιμετωπίζει ο ίδιος το κείμενο, όπου οι τρεις ηθοποιοί μοιράζονται τους δέκα ρόλους του. Πρόκειται για «πολύ θεατρικό έργο. Παίζουμε πολύ με τη μεταμφίεση και την ψευδαίσθηση του θεάτρου». Γιατί… «το θέατρο είναι ένα ψέμα που λέει πολλές αλήθειες»».
* «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ από την Εταιρεία Θεάτρου συν-επί, «Από Μηχανής Θέατρο»
Κριτική της ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΤΖΙΡΗ
Αν δεν είναι μια παραίσθηση τροφικής δηλητηρίασης, η ιστορία με τα μύδια έχει το νόημά της. Ο κόσμος γύρω από τον «Μ» φέρεται να λιμοκτονεί και όλα τα πρόσωπα που συναντά στο φουτουριστικό λυκόφως λυσσάνε για τροφή, και κυρίως για το δικό του ψαχνό. Ενας Ανδρας εμφανίζεται από το πουθενά και προσφέρεται να τον οδηγήσει σπίτι του, όμως για ανεξήγητους λόγους τραβά ένα μαχαίρι, που ξάφνου καρφώνεται στη δική του κοιλιά. Παρότι ο «Μ» (ένας αναλλοίωτα φοβικός και αποπροσανατολισμένος Βασίλης Μπουλουγούρης) διαβεβαιώνει πως «δεν κάνει τέτοια», στις επόμενες σκηνές μαχαιρώνει κατά λάθος ή αμυνόμενος την αδελφή τού Ανδρα (Μαρία Πανουργιά), μια νοσοκόμα (η ίδια ηθοποιός ως «Πετρούλα» με μίνι και ψηλοτάκουνα), έναν αστυφύλακα, έναν γιατρό, έναν ασθενή, μέχρι κι έναν σκύλο (σε όλους τους ρόλους ο ίδιος ηθοποιός, Κώστας Βασαρδάνης). Κάθε λίγα λεπτά και ένα αιμόφυρτο πτώμα, συχνά του ίδιου του «Μ».
Σε μια τάχα αποκαλυπτική παραβολή του τέλους του κόσμου, τρεις τύποι, εξωθούμενοι από κάποιο μεταπολιτισμικό κανιβαλιστικό ντελίριο, τραβάνε εναλλάξ πάντα το ίδιο λεπίδι, που βυθίζουν σε αλλεπάλληλα μαλακά υπογάστρια και κατόπιν χυμούν στην πληγή με βαμπιρική βουλιμία («πεινά κανείς άλλος;»). Οι μαχαιρωμένοι σωριάζονται και ξανασηκώνονται σαν ζόμπι, ad absurdum, για να εμφανιστούν στις επόμενες σκηνές, σε άλλους ή στους ίδιους ρόλους.
Τα συμβάντα ενέχουν μια αθέλητη κωμικότητα. Και μόνον η δραματουργία ενός μαχαιριού που μπήγεται - ξεμπήγεται σε σώματα με γραφειοκρατική απάθεια, παράγοντας κάθε φορά το ίδιο αδιόρατο κλικ-κλακ, έχει πλάκα από μόνη της, την οποία όμως τορπιλίζει η ανάγκη του συγγραφέα για βαθυστόχαστα υπαρξιακά μηνύματα. Στα πρώτα 3-4 λεπτά δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα του περίπου. Μετά, ο Μάγιενμπουργκ εξαπολύει τον «Μ» του στην cool σχεδιασμένη σφαίρα του γκροτέσκου, φορτώνει την παιδαριώδη ιστορία με υψηλή ρητορική, ποιητική ομίχλη και δάνεια από καφκικό μυστήριο, ταινίες φρίκης και ρομαντισμό, εξαναγκάζοντας τους λυκάνθρωπούς του σε απανωτά τσιμπούσια, τίγκα στο θεατρικό αίμα.
Ένα αμήχανο, ιλαρό και βαρετό πόνημα από έναν πρώην ενδιαφέροντα συγγραφέα. Αν δεν κατρακυλά πλήρως στην ανοστιά ενός φτηνού σπλάτερ, το οφείλει στη φίνα φαντασία ενός ταλαντούχου σκηνοθέτη (Θανάσης Σαράντος), στους δεξιοτεχνικούς φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), στον οίστρο της μουσικής (Νίκος Πατρελάκης) και σε δύο παιγνιώδεις ηθοποιούς σε δέκα ρόλους (Βασαρδάνης, Πανουργιά). Μαζί δημιούργησαν ένα μικρό σεληνιακό σύμπαν, ελλειπτικό, λοξό, με γκρι - πράσινες ομίχλες, σφυρίχτρες, περούκες, κεριά, σιωπές, αλυχτίσματα λύκων. Ισως κατάφερναν να μεταδώσουν και τον εφιάλτη ενός κόσμου χωρίς ίχνος ανθρώπινης ψυχής, όπως θα ήθελε ο συγγραφέας, εάν τους έδινε ένα καλύτερο κείμενο.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, σκηνικά: Λίνα Μότσιου, κοστούμια: Δέσποινα Μακαρούνη.