«Καλιγούλας» (1999-2000)
Συγγραφέας: Αλμπέρ Καμύ
Αθήνα και Θεσσαλονίκη σε συμπαραγωγή με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας το 1999-2000 (Θέατρο Καλαμαριάς και Θέατρο του Νέου Κόσμου)
Πρώτη Παρουσίαση: Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Θέατρο, 17/12/1999
Μετάφραση: Τσοακέλλη, Ειρήνη
Επιμέλεια μετάφρασης: Στάικος, Ανδρέας
Σκηνοθεσία: Σαράντος, Θανάσης
Δραματουργική επεξεργασία: Σαράντος, Θανάσης
Σκηνικά: Γυπαράκης, Γιώργος
Σκηνικά: Ράμσης, Γιάννης
Χορογραφία: Νικολάου, Φώτης
Χορογραφία: Παπαχρήστου, Βάλια
Φωτισμοί: Μπιρμπίλης, Σάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ρασιδάκι, Μαριλένα
Βοηθός σκηνογράφου: Πλατανάκης, Δημήτρης
Ηθοποιοί
Μαρκουλάκης, Κωνσταντίνος (ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ)
Αλαφούζος, Σωκράτης (ΧΑΙΡΕΑΣ)
Προκοπίου, Θάλεια (ΚΑΙΖΩΝΙΑ)
Πυρπασόπουλος, Γιώργος (ΣΚΙΠΙΩΝΑΣ-Γ ΦΡΟΥΡΟΣ)
Ρίκος, Βαγγέλης (ΟΚΤΑΒΙΟΣ-Α;ΦΡΟΥΡΟΣ)
Ιωάννου, Μάριος (ΛΟΥΚΙΟΣ)
Κορρέ, Έλενα (ΔΡΟΥΣΙΛΛΑ-ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥΚΙΟΥ)
11 παραστάσεις στη Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, Δημοτικό Θέατρο (1999/12/17 - 1999/12/31) και στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από 4/1/2000 έως τέλη Απριλίου 2000.Ο έρωτας του Καλιγούλα για την αδελφή του Δρουσίλλα και ο ξαφνικός της θάνατος, οδηγούν τον νεαρό αυτοκράτορα σε μια φρενήρη διαδρομή στα ακραία όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Η εξουσία, ο αυτοκρατορικός περίγυρος, η βία, οι συνωμοσίες, η παρακμή του βασιλείου, οι ιδεολογικές συγκρούσεις, γίνονται πεδία εσωτερικής μάχης, μιας μάχης του ενός εναντίον όλων. Και όταν η ζωή δεν φαίνεται αρκετά ευρύχωρη για να την κατοικήσει, ο Καλιγούλας δεν διστάζει να προκαλέσει τον ίδιο του τον θάνατο.
Το γνωστότερο και πιο πολυπαιγμένο έργο του Αλμπέρ Καμύ αντλεί την έμπνευσή του από την ιδιόμορφη προσωπικότητα του ρωμαίου αυτοκράτορα Καλιγούλα. Με πρόσχημα τα πραγματικά ιστορικά στοιχεία, η διεισδυτική ματιά του Καμύ στην ανθρώπινη φύση συνθέτει έναν θεατρικό χαρακτήρα που γοητεύει ταυτόχρονα για την σκληρότητα και το μεγαλείο του.
(από το αρχείο του ΚΘΒΕ)
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ – 16/5/2000
«Καλιγούλας»
«Στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» φιλοξενήθηκε η νέα θεατρική ομάδα «Ηθικόν ακμαιότατον» και η παράσταση του νέου σκηνοθέτη Θανάση Σαράντου, πολύ ελπιδοφόρου αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα της δουλειάς του και μάλιστα στο εξαιρετικά δύσβατο θεματολογικά και ριψοκίνδυνο ερμηνευτικά έργο του Αλμπέρ Καμύ «Καλιγούλας». Ενα έργο φαινομενικά ιστορικό και ουσιαστικά φιλοσοφικό για το νόημα και το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Για την έννοια, το δικαίωμα, τη διεκδίκηση αλλά και τα όρια της ελευθερίας του ατόμου. Για την έννοια, τα δικαιώματα και τα όρια της ελευθερίας της εξουσίας. Για τη σύμφυση, συνύπαρξη και πάλη του καλού με το κακό στον άνθρωπο, για την αθωότητα και την ενοχή του. Για την ηθική και τη φαυλότητα, τη συνείδηση και την ασυνειδησία, τη σύνεση και την αφροσύνη, το σεβασμό του μέτρου και την αμετροέπεια. Για τη γήινη φύση, τις γήινες ανάγκες, το γήινο προορισμό του ανθρώπου, αλλά και τον πόθο του να κατακτήσει το άγνωστο, υπέργειο σύμπαν, να επιτύχει το ανέφικτο, να γίνει «θεός». Για το αίτημα του ανθρώπου για αγάπη και ευτυχία, το οποίο ο ίδιος, με τις ιδέες και τις πράξεις του, συνειδητά και ασυνείδητα, εντελώς παράλογα και καταστροφικά για τον ίδιο και τους άλλους, «ροκανίζει» και πολεμά.
Ο Καμύ με αυτό το έργο ιστορεί, κοινωνιολογεί αλλά και υπαρξιολογεί. Ο Καλιγούλας του, με αφετηρία και πλαίσιο το βίο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, υπερβαίνει το ιστορικό πρόσωπο, καθώς πλήρως εκτροχιασμένος, ηδονικά πεισιθανάτιος, πορεύεται στο «Γολγοθά» των προαναφερόμενων αντιθέσεων, συμπαρασύροντας και τους γύρω του και την κοινωνία στη δίνη του παραλογισμού, της «τρέλας» που του γεννά το αίσθημα του ανικανοποίητου, του ανέφικτου, της θνητότητας του ανθρώπου, η απουσία της ευτυχίας. Ο Καλιγούλας του Καμύ καθώς είναι ένα αθεράπευτα δυστυχισμένο, καταστροφικά και αυτοκαταστροφικά «ελεύθερο» πλάσμα, «ελεύθερο» πέραν κάθε ατομικού και εξουσιαστικού ορίου της ελευθερίας, συμπυκνώνει συμβολιστικά το υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου, την ψυχοπνευματική «κόλαση», στην οποία μπορεί να οδηγηθούν και ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα.
Η δραματουργική επεξεργασία και η μοντέρνας αισθητικής και εικαστικής αντίληψης, ευρηματική, εύρυθμη, γρήγορων εναλλαγών σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου, προσπάθησε, και σε σημαντικό βαθμό «φώτισε», τη φιλοσοφική πολυσημία του γοητευτικά «σκοτεινού» αυτού έργου, απευθύνοντας τα μηνύματά του στην παρακμιακή εποχή μας, εποχή της «μεταμοντέρνας» ασχήμιας, του φωσφορίζοντος πλαστικού, της «γκλαμουριάς» της σήψης. Η παράσταση του νέου σκηνοθέτη είχε ουσία, αισθητική άποψη, αλλά και ενδιαφέρον σαν σκηνικό θέαμα, με τη δημιουργική συμβολή της μετάφρασης (Ειρήνη Τσολακέλλη), των ευρηματικών σκηνικών (Γιώργος Γυπαράκης), των ευφάνταστων κοστουμιών (Γιώργος Γυπαράκης - Γιάννης Ράμσης), της μουσικής (Στούντιο 19), της κινησιολογίας (Φώτης Νικολάου- Βάλια Παπαχρήστου), των φωτισμών (Σάκης Μπιρμπίλης). […]».