Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013
Ο μαθητής όμως του Ρόμπερτ Γουίλσον, συνεργάτης του αείμνηστου Τάσου Μπαντή και ιδρυτής της ομάδας «Ηθικόν Ακμαιότατον», από την Κυριακή θα πρέπει να συνηθίσει με την ιδέα της έλλειψής του. Στις 8 το βράδυ στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης δίνει την -αμετάκλητα- τελευταία παράσταση του «Αμερικάνου», με τον οποίο έχει τα τελευταία χρόνια ταυτιστεί, ενώ θα υπάρχει η ταυτόχρονη απόδοση του παπαδιαμαντικού κειμένου στη νοηματική γλώσσα. Μια παγκόσμια πρώτη για το έργο του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου, που συγκλόνισε όχι μόνο το ειδικό κοινό του στη δοκιμή που ήδη έγινε στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τον φιλόλογο και επιμελητή των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.
Τα αποτελέσματα ήταν πραγματικά συγκινητικά. Οι θεατές υποστήριξαν ότι από τις εκφράσεις του Θ. Σαράντου και τις δονήσεις του σώματός του στο σανίδι καταλάβαιναν τη «βαρύτητα κάθε λέξης απ' τον στραφταλιστό λόγο του Σκιαθίτη. Προσπαθώ να μεταδώσω αυτό που στερούνται αυτοί οι άνθρωποι. Ο Παπαδιαμάντης είναι ακοή και μέσω αυτής εικόνες». Εγιναν ειδικές πρόβες φυσικά. «Κάναμε σκληρή δουλειά», όπως εξηγεί ο Θ. Σαράντος για τη συνεργασία που είχε με τον διερμηνέα Αντώνη Χριστοφόρου, προκειμένου να συνδεθούν η σκηνική πράξη με την παράλληλη απόδοσή της στη νοηματική.
Η διασκευή του για έναν ηθοποιό (τον ίδιο) και έναν μουσικό (τον πάντοτε παρόντα συνθέτη Λάμπρο Πηγούνη), θέλει να υπενθυμίσει σε όλους πρωτίστως τις «διαστάσεις που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη μοναξιά και η "αθεράπευτη" καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε άγνωστο ή φαινομενικά "ξένο"».
Τέσσερα χρόνια, βρέξει χιονίσει, ο Σαράντος επέμενε οργώνοντας 25 πόλεις της χώρας με το παπαδιαματικό «διαμάντι» για έναν επιπρόσθετο, πολύ σοβαρό, λόγο. Διότι «ο "Αμερικάνος" θα μπορούσε να είναι η σημερινή ιστορία ενός μετανάστη ή λαθρομετανάστη εδώ στην Ελλάδα. Είναι ένα κείμενο που έτσι κι αλλιώς μυρίζει "ανθρωπίλα". Κι εγώ ένας Αμερικάνος είμαι στην ίδια μου τη χώρα. Είναι μια ιστορία ξενιτιάς σε ένα περιβάλλον ακραίας φτωχοποίησης. Τα βιώματα του Αμερικάνου είναι κοινά με τα δικά μας».
Τον «καλοφορεμένο, ωραίο, ανοιχτοπρόσωπο» ήρωα απ' το γνωστό ομώνυμο χριστουγεννιάτικο διήγημα του 1891, ο οποίος επιστρέφει ύστερα από 25 χρόνια στο νησί του, μια παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης τον έβαλε μπρος ως παράσταση ιδίοις κόποις και εξόδοις χωρίς καμία υποστήριξη, εισπράττοντας ακόμη και την ελαφριά κοροϊδία από τους συναδέλφους του. Κι όμως. Την παράστασή του, που έχει καταφέρει αθόρυβα να μεταβληθεί σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός, την έχουν ήδη δει 30.000 άνθρωποι, παρ' ότι, όπως λέει ο Θ. Σαράντος, αναφερόμενος εμμέσως στον Παπαδιαμάντη, «έχει παρεξηγηθεί η έννοια της ελληνικότητας. Τι είναι ελληνικό; Τι εμπεριέχει η λέξη Ελλάδα; Η γλώσσα μας είναι το ενωτικό στοιχείο, που εμπεριέχει ό,τι έχει υπάρξει και διασταυρωθεί σε αυτόν τον τόπο. Για μένα πατρίδα είναι η γλώσσα μου. Ο ήρωας νοσταλγεί τη γλώσσα του και άρα τη χώρα του. Στην εποχή που το χρήμα δημιουργεί πατρίδες, μπορεί κάποιος να νιώσει πολίτης του κόσμου. Αλλά σε αυτήν την κατάσταση που έχουν ονομάσει κρίση, είναι ανάγκη να υπάρξει ο δικός μας πολιτισμός». Εξ ου και παρομοιάζει με πράξη αντίστασης για το κοινό το ότι παρακολουθεί τη μεταφορά του παπαδιαμάντειου λόγου σκηνικά. «Σε μια εποχή βυθισμένη στο ψέμα ο κόσμος επιζητά την αλήθεια του Σκιαθίτη», συμπεραίνει.
Κάποιοι θεωρούσαν ότι τόσο καιρό θεατρικά απλώς επαναλαμβάνεται. «Δεν είναι έτσι. Αλλάζει, μεταλλάσσεται, προχωράει η σκηνική πράξη. Είναι πολύ σκληρή δουλειά το θέατρο και απαιτεί θυσίες. Δεν μπορείς να κάνεις και κοσμική ζωή και θεάτρο μαζί. Κι εγώ, σαν τα μπουλούκια, με ένα πιάνο, μια βαλίτσα κι ένα κοστούμι πορευόμουν. Αποδεικνύεται ότι δεν χρειάζεσαι πολλά για να υπάρξεις, τελικά».
Η τελευταία κυριακάτικη παράσταση συμπίπτει ημερολογικά με το φινάλε του διηγήματος. «Είναι ένα αμιγώς χριστουγεννιάτικο παραμύθι, με τον ήρωα να περιπλανάται μόνος στην αποβάθρα του λιμανιού, στα σοκάκια της μικρής συνοικίας και να επισκέπτεται τα χαλάσματα του πατρικού του σπιτιού. Προσμένοντας την αλλοτινή αγαπημένη του. Είναι ένα όμορφο ρομαντικό παραμύθι, μια παραβολή για το τι είναι ο άνθρωπος, και το νοημά του. Για τι υπάρχει. Για τα ουσιαστικά του "θέλω". Χαίρομαι που το ξαναπαίζω Χριστούγεννα αυτό το κείμενο με το ευτυχές φινάλε. Τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα εκτυλίσσεται. Κι εμείς το κάνουμε, τελευταία φορά, ακριβώς τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα».
Ο πήχυς ανέβηκε ψηλά. Κι ο επόμενος σκηνικός στόχος του δεν θα είναι κάτι υποδεέστερο. «Θα δουλέψω τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη», μας προϊδεάζει.
ΙΩ. ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=406733
Τέσσερα χρόνια «παλεύει», μεγαλώνει και ζει, οργώνοντας την ελληνική επικράτεια, χωρίς χορηγό, χωρίς «ούτε καν ηθική υποστήριξη» με τον «Αμερικάνο» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένα «όνειρο ζωής», όπως λέει, ο Θανάσης Σαράντος.
Ο μαθητής όμως του Ρόμπερτ Γουίλσον, συνεργάτης του αείμνηστου Τάσου Μπαντή και ιδρυτής της ομάδας «Ηθικόν Ακμαιότατον», από την Κυριακή θα πρέπει να συνηθίσει με την ιδέα της έλλειψής του. Στις 8 το βράδυ στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης δίνει την -αμετάκλητα- τελευταία παράσταση του «Αμερικάνου», με τον οποίο έχει τα τελευταία χρόνια ταυτιστεί, ενώ θα υπάρχει η ταυτόχρονη απόδοση του παπαδιαμαντικού κειμένου στη νοηματική γλώσσα. Μια παγκόσμια πρώτη για το έργο του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου, που συγκλόνισε όχι μόνο το ειδικό κοινό του στη δοκιμή που ήδη έγινε στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τον φιλόλογο και επιμελητή των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο.
Τα αποτελέσματα ήταν πραγματικά συγκινητικά. Οι θεατές υποστήριξαν ότι από τις εκφράσεις του Θ. Σαράντου και τις δονήσεις του σώματός του στο σανίδι καταλάβαιναν τη «βαρύτητα κάθε λέξης απ' τον στραφταλιστό λόγο του Σκιαθίτη. Προσπαθώ να μεταδώσω αυτό που στερούνται αυτοί οι άνθρωποι. Ο Παπαδιαμάντης είναι ακοή και μέσω αυτής εικόνες». Εγιναν ειδικές πρόβες φυσικά. «Κάναμε σκληρή δουλειά», όπως εξηγεί ο Θ. Σαράντος για τη συνεργασία που είχε με τον διερμηνέα Αντώνη Χριστοφόρου, προκειμένου να συνδεθούν η σκηνική πράξη με την παράλληλη απόδοσή της στη νοηματική.
Η διασκευή του για έναν ηθοποιό (τον ίδιο) και έναν μουσικό (τον πάντοτε παρόντα συνθέτη Λάμπρο Πηγούνη), θέλει να υπενθυμίσει σε όλους πρωτίστως τις «διαστάσεις που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη μοναξιά και η "αθεράπευτη" καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε άγνωστο ή φαινομενικά "ξένο"».
Τέσσερα χρόνια, βρέξει χιονίσει, ο Σαράντος επέμενε οργώνοντας 25 πόλεις της χώρας με το παπαδιαματικό «διαμάντι» για έναν επιπρόσθετο, πολύ σοβαρό, λόγο. Διότι «ο "Αμερικάνος" θα μπορούσε να είναι η σημερινή ιστορία ενός μετανάστη ή λαθρομετανάστη εδώ στην Ελλάδα. Είναι ένα κείμενο που έτσι κι αλλιώς μυρίζει "ανθρωπίλα". Κι εγώ ένας Αμερικάνος είμαι στην ίδια μου τη χώρα. Είναι μια ιστορία ξενιτιάς σε ένα περιβάλλον ακραίας φτωχοποίησης. Τα βιώματα του Αμερικάνου είναι κοινά με τα δικά μας».
Τον «καλοφορεμένο, ωραίο, ανοιχτοπρόσωπο» ήρωα απ' το γνωστό ομώνυμο χριστουγεννιάτικο διήγημα του 1891, ο οποίος επιστρέφει ύστερα από 25 χρόνια στο νησί του, μια παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης τον έβαλε μπρος ως παράσταση ιδίοις κόποις και εξόδοις χωρίς καμία υποστήριξη, εισπράττοντας ακόμη και την ελαφριά κοροϊδία από τους συναδέλφους του. Κι όμως. Την παράστασή του, που έχει καταφέρει αθόρυβα να μεταβληθεί σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός, την έχουν ήδη δει 30.000 άνθρωποι, παρ' ότι, όπως λέει ο Θ. Σαράντος, αναφερόμενος εμμέσως στον Παπαδιαμάντη, «έχει παρεξηγηθεί η έννοια της ελληνικότητας. Τι είναι ελληνικό; Τι εμπεριέχει η λέξη Ελλάδα; Η γλώσσα μας είναι το ενωτικό στοιχείο, που εμπεριέχει ό,τι έχει υπάρξει και διασταυρωθεί σε αυτόν τον τόπο. Για μένα πατρίδα είναι η γλώσσα μου. Ο ήρωας νοσταλγεί τη γλώσσα του και άρα τη χώρα του. Στην εποχή που το χρήμα δημιουργεί πατρίδες, μπορεί κάποιος να νιώσει πολίτης του κόσμου. Αλλά σε αυτήν την κατάσταση που έχουν ονομάσει κρίση, είναι ανάγκη να υπάρξει ο δικός μας πολιτισμός». Εξ ου και παρομοιάζει με πράξη αντίστασης για το κοινό το ότι παρακολουθεί τη μεταφορά του παπαδιαμάντειου λόγου σκηνικά. «Σε μια εποχή βυθισμένη στο ψέμα ο κόσμος επιζητά την αλήθεια του Σκιαθίτη», συμπεραίνει.
Κάποιοι θεωρούσαν ότι τόσο καιρό θεατρικά απλώς επαναλαμβάνεται. «Δεν είναι έτσι. Αλλάζει, μεταλλάσσεται, προχωράει η σκηνική πράξη. Είναι πολύ σκληρή δουλειά το θέατρο και απαιτεί θυσίες. Δεν μπορείς να κάνεις και κοσμική ζωή και θεάτρο μαζί. Κι εγώ, σαν τα μπουλούκια, με ένα πιάνο, μια βαλίτσα κι ένα κοστούμι πορευόμουν. Αποδεικνύεται ότι δεν χρειάζεσαι πολλά για να υπάρξεις, τελικά».
Η τελευταία κυριακάτικη παράσταση συμπίπτει ημερολογικά με το φινάλε του διηγήματος. «Είναι ένα αμιγώς χριστουγεννιάτικο παραμύθι, με τον ήρωα να περιπλανάται μόνος στην αποβάθρα του λιμανιού, στα σοκάκια της μικρής συνοικίας και να επισκέπτεται τα χαλάσματα του πατρικού του σπιτιού. Προσμένοντας την αλλοτινή αγαπημένη του. Είναι ένα όμορφο ρομαντικό παραμύθι, μια παραβολή για το τι είναι ο άνθρωπος, και το νοημά του. Για τι υπάρχει. Για τα ουσιαστικά του "θέλω". Χαίρομαι που το ξαναπαίζω Χριστούγεννα αυτό το κείμενο με το ευτυχές φινάλε. Τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα εκτυλίσσεται. Κι εμείς το κάνουμε, τελευταία φορά, ακριβώς τρεις μέρες μετά τα Χριστούγεννα».
Ο πήχυς ανέβηκε ψηλά. Κι ο επόμενος σκηνικός στόχος του δεν θα είναι κάτι υποδεέστερο. «Θα δουλέψω τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη», μας προϊδεάζει.
ΙΩ. ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=406733