Επίκαιρος όσο ποτέ, παραμυθένιος αλλά και ρεαλιστικός, ο λόγος του Παπαδιαμάντη, του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα, ξεδιπλώνεται για ακόμα μια χρονιά στην ατμοσφαιρική παράσταση του Black Bοx του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Ο ερμηνευτής και σκηνοθέτης της παράστασης Θανάσης Σαράντος μας μιλά για αυτό το καινούριο ανέβασμα και μας εξηγεί τι είναι αυτό που διατηρεί αυτό το αριστουργηματικό κείμενο αναλλοίωτο στο χρόνο και τόσο σπαρακτικά διαχρονικό.
Τρίτη χρονιά επιτυχίας για τον ''Αμερικάνο'' σε ένα νέο ανέβασμα στο φιλόξενο “Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης”. Τι καινούριο θα δουν οι θεατές φέτος ; Τι καινούριο παίρνετε εσείς σαν δημιουργός από την επαφή σας για μια ακόμη φορά με το αριστουργηματικό κείμενο του Σκιαθίτη συγγραφέα;
«Ο Αμερικάνος» είναι ένα ταξίδι με συνοδοιπόρο μας τον Σκιαθίτη συγγραφέα που διαρκεί σχεδόν τρία χρόνια. Η παράσταση έχει ταξιδέψει ως τώρα σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και η απήχηση του κοινού ήταν εξαιρετική, πράγμα που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο πόση ανάγκη έχει ο κόσμος σήμερα για ο,τιδήποτε αυθεντικό και αληθινό. Επιστρέφουμε τώρα με νέο στήσιμο για το μικρό θεατράκι στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με νέους φωτισμούς και νέα μουσική ενορχήστρωση αλλά με απόλυτο σεβασμό στο λόγο του συγγραφέα, με βασικό όχημα αυτό το σχεδόν διαστροφικό παιχνίδι των γρήγορων εναλλαγών όλων των προσώπων αυτού του αριστουργηματικού διηγήματος. Η αφήγηση «συνομιλεί» με τη μουσική την οποία συνέθεσε ειδικά για την παράσταση ο συνθέτης Λάμπρος Πηγούνης, ο οποίος παίζει μαζί μου στη μικρή σκηνή του Βlack Box. Ζούμε κάθε βράδυ την υπέροχη ιστορία του ανέστιου, περιπλανώμενου Έλληνα μετανάστη Γιάννη Μοθωνιού ο οποίος επιστρέφει στο γενέθλιο τόπο του, στη Σκιάθο μετά από είκοσι χρόνια. Κάθε φορά που παίζουμε την παράσταση συνειδητοποιώ πόσο σύγχρονος είναι ο λόγος του Παπαδιαμάντη, πόσο δίπλα στέκεται ο συγγραφέας στον απλό άνθρωπο και πόσο επίκαιρος είναι τελικά μετά από 100 χρόνια. Για μένα ως σκηνοθέτη και ηθοποιό ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που καταπιάστηκα τόσο ενεργά με ένα ελληνικό κείμενο και ένιωσα πόσο λίγα σκηνικά μέσα χρειάζονται τελικά για να υπάρξει μια αυθεντική θεατρική συνθήκη όταν υπάρχει ειλικρίνεια και φαντασία και όταν το κοινό γίνεται πραγματικός συμπαίκτης με τους ερμηνευτές που αφηγούνται μια ιστορία.
Πάνω στη σκηνή μεταμορφώνεστε, ''ντύνεστε'' πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ποιός είναι αυτός που σας αγγίζει περισσότερο, αυτός που σας συγκινεί κάθε φορά ;
Τα πρόσωπα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη δεν είναι “ίσκιοι”, ο συγγραφέας έχει μια απόλυτη αγάπη στους καταφρονεμένους και στους ταπεινούς, στους περιθωριακούς τους οποίους ο Παπαδιαμάντης υψώνει ως ήρωες ακόμα και αν καταλαμβάνουν μικρή έκταση στα γραπτά του και αυτό γιατί ο συγγραφέας έχει ως κέντρο του την αγάπη του για τον άνθρωπο. Με αυτή την οπτική είναι πραγματικά δελεαστική η πρόκληση να «μεταμορφώνομαι» μέσω της αφήγησης σε όλα τα πρόσωπα που ζουν και αναπνέουν μέσα στο παπαδιαμαντικό σύμπαν. Μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω κάποιο πρόσωπο. Όλα τα πρόσωπα με συγκινούν, έχουν τη δική τους ζωή και υπόσταση: από τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, τη γριά-μάνα που αναρωτιέται για την τύχη της ανύπαντρης κόρης της, τους μεθυσμένους αχθοφόρους, το βλοσυρό ενοικιαστή καπετάν-Αναστάση, το γέρο –καφετζή Αναγνώστη και φυσικά το κεντρικό πρόσωπο, «τον Αμερικάνο» Γιάννη Μοθωνιό, ο οποίος παρ'όλο που είναι λιγομίλητος, μας κάνει να νιώθουμε απόλυτα το συναισθηματικό του βάρος.
Πόσο δύσκολο και ταυτόχρονα ενδιαφέρον είναι να μεταφέρεις στη σκηνή ένα έργο στην καθαρεύουσα; Πως ανταποκρίνεται το κοινό ;
Είναι τόσο μαγικά θεατρικό για μένα αυτό το ταξίδι της ελληνικής γλώσσας μέσα από τα πρόσωπα αυτού του χριστουγεννιάτικου διηγήματος: από τη λόγια, εκκλησιαστική γλώσσα του αφηγητή-Παπαδιαμάντη, τη Σκιαθίτικη ντοπιολαλιά των απλών ανθρώπων, τα σπαστά ελληνικά του κεντρικού ήρωα, τις ναυτικές ορολογίες που ακούγονται στα ιταλικά από τους συμπαθείς καπετάνιους στο καφενείο. Όλες αυτές οι ταχύτατες εναλλαγές αυτής της μουσικής, απαστράπτουσας και πλούσιας Παπαδιαμαντικής γλώσσας που ηχεί πραγματικά μαγικά σήμερα μας εμπνέει και μας λυτρώνει . Οι εικόνες που αναδύονται από την οξεία διεισδυτική ματιά του Παπαδιαμάντη είναι έντονα κινηματογραφικές. Το κοινό δεν δυσκολεύεται καθόλου να παρακολουθήσει την ιστορία του φτωχού μετανάστη και να ταυτιστεί με τον βασικό ήρωα καθώς ξετυλίγεται η ιστορία του μπροστά στα μάτια του. Το ευτυχές, φωτεινό τέλος του διηγήματος- μια από τις πιο λαμπρές παπαδιαμαντικές στιγμές- υμνεί την αγάπη που πλημμυρίζει τις ψυχές των ηρώων αλλά και του κοινού που σε κάθε παράσταση συγκινείται. Υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για ένα ηθοποιό και ένα μουσικό επί σκηνής?
Είστε εκείνος που ξεκίνησε το θεατρικό ''κίνημα'' Παπαδιαμάντη στα θεατρικά μας πράγματα πριν από τρία χρόνια. Πως αισθάνεσαι που ακολούθησαν αρκετές θεατρικές προσπάθειες με βάση το έργο του πάντα διαχρονικού συγγραφέα;
Πιστέψτε με, δεν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον Παπαδιαμάντη μόνο και μόνο για να κάνω κάποιον κλασσικό συγγραφέα . Ένα νεοελληνικό θεατρικό κείμενο που ν’ απηχεί το σήμερα έψαχνα και δεν έβρισκα. Ίσως και αυτό να είναι σημείο των καιρών και της μεταπολιτευτικής παρακμής μας. Θυμήθηκα λοιπόν τον «Αμερικάνο» που διάβασα στα σχολικά μου χρόνια και διαπίστωσα ότι αυτό το κείμενο μίλησε απευθείας μέσα μου. Η συνέχεια υπήρξε με το εμβληματικό και αρκετά δύσκολο διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών 2011 και που ευτυχώς θα επαναληφθεί και το 2012. Εκεί υπήρξε μια διαφορετική προσέγγιση αφού οι κινηματογραφικές εικόνες και το υδάτινο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη αφομοιώθηκαν στο παπαδιαμαντικό σύμπαν του πανέμορφου διηγήματος. Δεν μου προκαλεί εντύπωση που ακολούθησαν και άλλοι σκηνοθέτες αφού είναι ένας πραγματικά αστείρευτος συγγραφέας και αρκετά διαφορετικός από διήγημα σε διήγημα και από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα και αποτελεί πραγματικά μια πρόκληση ν’ αναμετρηθείς μαζί του. Άλλωστε πιστεύω ότι μια εμπειρία με τον Παπαδιαμάντη σε κάνει να βλέπεις καλύτερα και καθαρότερα. Πραγματικά χαίρομαι που σε αυτή την τρομερή οικονομική συγκυρία μετά από 20 χρόνια νεοπλουτισμού και ηθικού ξεπεσμού, ο Παπαδιαμάντης στέκεται ως αγέρωχος φάρος πολιτισμού σε αυτή την μαύρη τρικυμία του τόπου μας . Αφού ακόμα και το Εθνικό θέατρο του Χουβαρδά ξανανακάλυψε το ελληνικό κείμενο μετά από τόσα χρόνια Γερμανικής κατοχής, τότε σε καλό δρόμο βρισκόμαστε...
(www.mcf.gr)
(www.mcf.gr)